Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

112/2013 Άρειος Πάγος - Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 145§§1,2 ΚΠΔ

      Με την παρατιθέμενη απόφαση , ο Άρειος Πάγος εξέτασε την αίτηση αναίρεσης κατηγορούμενου , ο οποίος δυνάμει απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κρίθηκε αθώος από παραδρομή, ενώ δηλαδή η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση για τον ίδιο διότι δεν ήταν παρών στη δίκη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε μεταγενέστερη δικάσιμο εισήγαγε αυτεπαγγέλτως την απόφαση για διόρθωση δυνάμει της διάταξης 145§§1,2 ΚΠΔ και προέβη στη διόρθωσή της παρά τις αντιρρήσεις του κατηγορούμενου. Ο τελευταίος άσκησε αναίρεση κατά της διορθωτικής απόφασης και ζήτησε να μην διορθωθεί αυτή διότι δεν δύναται να προβεί το δικαστήριο σε τέτοιου είδους  διόρθωση μεταγενεστέρως καθώς δεν ανήκει στην προφανή παραδρομή αλλά προκύπτει ότι δικαστήριο μπήκε στην ουσία , δίκασε και έκρινε και τον απόντα κατηγορούμενο , αποφασίζοντας μάλιστα την αθώωσή του. Όμως ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η διόρθωση απόφασης εκ προφανούς παραδρομής είναι δυνατό να λάβει χώρα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και αφού θεμελίωσε τη σκέψη του στο ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν μέρος της δίκης ως, απών, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την κρινόμενη αναίρεση, καταλήγοντας σε απόρριψη αυτής . 


ΑΡΙΘΜΟΣ 112/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 8 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου……….., κατοίκου Αχαρνών Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του………., περί αναιρέσεως της με αριθμό 243/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης, με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 766/12.
                                   Αφού άκουσε
Τον   πληρεξούσιο   δικηγόρο   του   αναιρεσείοντος,   που ζήτησε   όσα   αναφέρονται   στα   σχετικά   πρακτικά   και   τον Αντεισαγγελέα,  που  πρότεινε να απορριφθεί  η προκείμενη ^αίτηση αναίρεσης.
         ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 5-6-2012 αίτηση του…………, κατοίκου …… Αττικής, για αναίρεση της 243/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, όπως αυτή διορθώθηκε με την 165/2012 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα εκτός από την περίπτωση της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου (για την οποία δεν πρόκειται) αναίρεση μπορούν να ζητήσουν: α) ο κατηγορούμενος... β)... Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, ως διάδικος σε μια ποινική δίκη, μπορεί να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις, όταν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Αποφαίνεται δε το δικαστήριο τελειωτικά για την κατηγορία και κατ' ακολουθία ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση της απόφασης, μόνον όταν αυτό προβεί στην εκδίκαση της κατηγορίας που αποδίδεται σ' αυτόν και εκδώσει στη συνέχεια αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. Τέλος, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 145 ΚΠΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περίπτωση που κατ' αυτής έχει ασκηθεί ένδικο μέσο το δικαστήριο που αποφαίνεται γι’ αυτό, εφόσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει τη διόρθωση ή συμπλήρωση της εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση της αποφάσεως μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις και από τα όσα αναφέρονται στην ταυτότητα του κατηγορουμένου, τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης, όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες περί ενδίκων μέσων, σαφώς συνάγεται ότι ως διόρθωση της αποφάσεως εννοείται η αποκατάσταση της πραγματικής βουλήσεως του δικαστηρίου, με την αποβολή στοιχείων ξένων προς αυτήν που παρεισέφρησαν στο κείμενο της ή με την παράθεση σ' αυτό στοιχείων αναγκαίων, που παραλείφθηκαν από αυτό, από παραδρομή ή αβλεψία ή από άλλη παρόμοια αιτία και όχι η άρση των σφαλμάτων που δημιουργούν ακυρότητα, ή των ουσιαστικών σφαλμάτων τα οποία είναι αντικείμενο της κρίσης του ανωτέρου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της ^υποθέσεως μετά από άσκηση ενδίκου μέσου. Έτσι απαραίτητη προϋπόθεση της διορθώσεως είναι η ύπαρξη ή παράλειψη τέτοιου στοιχείου και η αιτία στην οποία οφείλεται αυτό.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, …., παραπέμφθηκε μαζί με τους κατηγορουμένους: 1)…, 2)….., κατοίκους Τουρκίας, 3) ….., κάτοικο……, 4)….., κάτοικο ……., 5)……, κάτοικο ……., 6)…….., κάτοικο …..Αττικής, 7)………, κάτοικο …..Αττικής, 8) …….., κάτοικο ……. Αττικής, 9)…………., κάτοικο Θεσσαλονίκης, καθώς και τον κατηγορούμενο………, με απευθείας κλήση, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις, α) εγκληματική οργάνωση, β) παράνομη διευκόλυνση εισόδου στο ελληνικό έδαφος λαθρομεταναστών από κερδοσκοπία, κατ' επάγγελμα από κοινού και κατά συρροή, γ) παράνομη μεταφορά - παραλαβή λαθρομεταναστών για προώθηση στο εσωτερικό της χώρας, διευκόλυνση μεταφοράς αυτών και εξασφάλιση καταλύματος σ' αυτούς για απόκρυψη από κοινού, κατά συρροή, από κερδοσκοπία και κατ' επάγγελμα, δ) ηθική αυτουργία στις υπό στοιχ. β' και γ' ως άνω πράξεις, ε) απλή συνεργεία στην υπό στοιχ. γ'πράξη, στ) απλή συνεργεία στην υπό στοιχ. β' πράξη, ζ) παράνομη είσοδο στη χώρα, η) παράνομη οπλοφορία, θ) παράνομη εισαγωγή όπλου, ι) πλαστογραφία με χρήση από κοινού και κατά μόνας κατ' εξακολούθηση και ια) παράβαση άρθρου 90 παρ. 1 και 3 του ΚΟΚ. Περαιτέρω από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Η υπόθεση ορίσθηκε προς εκδίκαση στη δικάσιμο της 12-4-2011. Στο ακροατήριο κλητεύθηκαν με κλητήριο θέσπισμα και εισήχθησαν να δικασθούν, με την ανωτέρω σειρά, οι κατηγορούμενοι: 1) ΚΕ, 2) DB, 3)ΜΠ, 4) ΜΧ, 5) Χ Ν, 6) ΣΑ, 7) ΖΓι, 8) ΤΙ και 9) ΚΔ. Ο αναιρεσείων Γ Π και ο Τ Β, δεν κλητεύθηκαν και δεν εισήχθησαν στη δίκη, καθόσον είχαν εκδοθεί σε βάρος τους τα υπ' αρ. 4/2010 και 6/2010, αντίστοιχα, εντάλματα σύλληψης του Ανακριτή Ορεστιάδας    και    φυγοδικούσαν.    Την    ημέρα    της    δίκης εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο όλοι οι κατηγορούμενοι με την ως άνω σειρά. Από αυτούς ο πρώτος είχε συνήγορο την Ιουλία Μυλωνά, δικηγόρο Ροδόπης, που διορίσθηκε από την πρόεδρο Εφετών Θράκης, οι τρίτος και τέταρτος διόρισαν συνήγορο τον ……., δικηγόρο Αθηνών, και ο πέμπτος διόρισε συνηγόρους τους ……., δικηγόρο Αθηνών και……., δικηγόρο Ξάνθης. Στους λοιπούς εμφανισθέντες στο ακροατήριο κατηγορουμένους D B (2°),  ΑΣ (6°), ΖΓ, (7°), ΤΙ (8°) και ΔΚ (9°) η πρόεδρος του Δικαστηρίου διόρισε συνηγόρους, κατά σειρά, τους ………………………… δικηγόρους Ροδόπης. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι στο κατηγορητήριο, που είχε συνταχθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα και στο οποίο περιλαμβάνονταν όλοι οι παραπεφθέντες στο ακροατήριο, οι κατηγορούμενοι 1ος έως 7ος αναφέρονταν με την ίδια σειρά, οι 8ος (ΤΙ) και 9ος (ΚΔ) αναφέρονταν με α/α 9ος και 12ος αντίστοιχα, ενώ ως 8ος αναφερόταν ο αναιρεσείων ΓΠ και ως 10ος ο ΤΒ. Εκ παραδρομής στη 2η σελίδα του 2ου φύλλου των πρακτικών ο όγδοος (8ος) κατηγορούμενος ΤΙ και ο ένατος (9ος) κατηγορούμενος ΔΚ αναφέρονται με τους α/α του κατηγορητηρίου. Μετά τη νομιμοποίηση των δικηγόρων και την προβολή διαφόρων ισχυρισμών και ενστάσεων, η πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε από τους κατηγορουμένους πληροφορίες για τις πράξεις που κατηγορούνται και εκείνοι δήλωσαν,  με την ανωτέρω σειρά, όσα αναφέρονται στη 2η σελίδα του 15ου φύλλου των πρακτικών. Κατά την ανάγνωση των εγγράφων, όπως αναφέρεται στη 2η σελίδα του 23ου φύλλου των πρακτικών, για τον όγδοο κατηγορούμενο (ΤΙ) αναγνώσθηκε το υπ' αρ. 18044/11 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Μετά την εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν και απολογήθηκαν με τη σειρά, όπως αναφέρεται στα πρακτικά: Ο πρώτος (KΕ), ο δεύτερος (DB), ο τρίτος (Μ Π), ο τέταρτος (Μ Χ), ο πέμπτος (Χ Ν) ο έκτος (ΣΑ), ο έβδομος (ΖΓ), ο όγδοος (Τ Ι ) και ο ένατος (ΚΔ). Στη συνέχεια έλαβαν το λόγο ο εισαγγελέας, ο οποίος πρότεινε να κηρυχθούν αθώοι οι 6ος, 7ος, 8ος, 9ος και 10ος των κατηγορουμένων ( αν και η δίκη διεξήχθη μόνο για τους ανωτέρω εννέα και χωρίς να μνημονεύεται ποιος είναι ο 10ος) και ένοχοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος και 5ος των κατηγορουμένων, και οι συνήγοροι των κατηγορουμένων με την προαναφερόμενη σειρά ( ήτοι 1ου, 2ου, 3ου και 4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου και 9ου) ζήτησαν όσα αναφέρονται στο 29° φύλλο των πρακτικών. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτό λόγους, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι 1ος, 2ος, 3ος ,4ος και 5ος κατηγορούμενοι. Για τους λοιπούς τέσσερις κατηγορουμένους αναφέρεται κατά λέξη: « Περαιτέρω όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους 6°, 7°, 8°, 9° και 10° των κατηγορουμένων πράξεις της απλής συνέργειας κατ" εξακολούθηση στις πράξεις της παράνομης παραλαβής λαθρομεταναστών για προώθηση στο εσωτερικό της χώρας, από   κοινού,   κατά   συρροή,   από   κερδοσκοπία   και   κατ΄ επάγγελμα, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν  προέκυψαν στοιχεία σε βάρος τους και συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, όπως στο διατακτικό οι πράξεις αυτές διαλαμβάνονται». Στο διατακτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι το δικαστήριο δικάζει τους κατηγορουμένους: 1)ΚΕ, 2) DΒ, 3)ΜΠ, 4)ΜΧ, 5)ΧΝ, 6)ΣΑ, 7)ΖΓ, 8) ΤΙ και 9)ΚΔ . Ακολούθως το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους 1°, 2°, 3°, 4° και 5° κατηγορουμένους των πράξεων που αναφέρονται και αθώους τους λοιπούς κατηγορουμένους ΑΣ, ΖΓ, ΤΙ και ΚΔ. Από προφανή  παραδρομή οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι αναφέρονται με τους α/α του κατηγορητηρίου, ήτοι με τους αριθμούς 9 και 12 αντίστοιχα. Επίσης από προφανή παραδρομή κατά τη σύνταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως διελήφθη απαλλακτική διάταξη για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις και για τον αναιρεσείοντα ΓΠ καθώς και τον ΤΒ, οι οποίοι δεν εισήχθησαν στο ακροατήριο και για τους οποίους δεν εκδικάσθηκε η σε βάρος τους κατηγορία. Την 5-4-2012 εισήχθη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης για διόρθωση της ανωτέρω αποφάσεως και ειδικότερα να απαλειφθούν από το διατακτικό της οι κατηγορούμενοι ΓΠ και ΤΒ , διότι από προφανή παραδρομή κατεγράφησαν στο διατακτικό αυτής, καθώς δεν είχε εισαχθεί προς εκδίκαση η κατ" αυτών υπόθεση. Πράγματι το δικαστήριο με την υπ' αρ. 165/5-4-2012 απόφαση του, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 25-5-2012, νομίμως διόρθωσε την υπ' αρ.243/201 1 προηγούμενη απόφαση του και διέταξε να απαλειφθούν από αυτήν όλες οι διατάξεις που εκ προφανούς παραδρομής συμπεριελήφθησαν και που αφορούν τον ΓΠ καιΤΒ , για τους οποίους δεν είχε εισαχθεί προς εκδίκαση η κατ' αυτών υπόθεση. Μετά από αυτά ο αναιρεσείων την 5-6-2012 άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ισχυριζόμενος ότι στα πρακτικά της αποφάσεως αυτός έχει καταχωρηθεί με τον αριθμό 8, ότι επίσης στα πρακτικά έχουν καταχωρηθεί η απαλλακτική γι αυτόν πρόταση
 του εισαγγελέα και ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί της αθωότητας του, αφού κατά την απόφαση με αριθμ. 243/2011 από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν προέκυψαν στοιχεία σε βάρος του και επιπλέον απαγγέλθηκε δημόσια η απόφαση περί της απαλλαγής του από το σύνολο των κατηγοριών. Επίσης, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι με την 165/2012 απόφαση δεν διορθώθηκε η υπ' αρ. 243/2011 απόφαση, αλλά απαραδέκτως, μετά πάροδο είκοσι ημερών και μετά την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο, διορθώθηκαν τα πρακτικά της δίκης, ως προς τα προαναφερόμενα κεφάλαια (ήτοι ότι την καταχώρηση στα πρακτικά της απαλλακτικής γι αυτόν πρότασης του εισαγγελέα, την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί της αθωότητας του και τη δημόσια απαγγελία της απόφασης περί της απαλλαγής του από το σύνολο των κατηγοριών). Τέλος ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι ναι μεν η υπόθεση δεν εισήχθη γι' αυτόν και ο ίδιος δεν παραβρέθηκε στη δίκη, πλην όμως από την ως άνω εισαγγελική πρόταση και το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως σαφώς προκύπτει η εξέταση της εναντίον του κατηγορίας στην ουσία της, σύμφωνα με το άρθρο 432 ΚΠΔ, και ο αναμφισβήτητος έλεγχος όλων των στοιχείων αυτής από τη χωρήσασα αποδεικτική διαδικασία και έτσι επιβεβαιώνεται πλήρως το διατακτικό της, και ότι το κύριο και ουσιώδες δεν είναι η νομιμότητα εισαγωγής της υποθέσεως σε δίκη και η παρουσία του ή μη στο δικαστήριο, αλλά η εξέταση της κατηγορίας από το δικαστήριο της ουσίας και η απόφαση του επ' αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση του ζητεί την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση δεδικασμένου, που δημιούργησε η υπ' αρ. 243/2011 απόφαση, πριν τη διόρθωση με την υπ' αρ. 165/2012 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Όμως, όπως προεκτέθηκε, όγδοος, κατά σειρά κατηγορούμενος στα πρακτικά και στο σκεπτικό καθώς και στο προοίμιο του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης και κατά συνέπεια διάδικος της ποινικής δίκης είναι ο κατηγορούμενος ΤΙ και όχι ο αναιρεσείων, ΓΠ , και ως εκ τούτου οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ερείδονται σε αναληθή προϋπόθεση. Με βάση τα ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε, δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για τον αναιρεσείοντα, ούτε αυτός έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με την έννοια των άρθρων 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ. Επομένως ο αναιρεσείων δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και ως εκ τούτου αυτή είναι, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ., απαράδεκτη και πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί (αρθρ. 513 παρ.1 ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-6-2012 αίτηση του ΓΠ του … , κατοίκου ….. Αττικής, για αναίρεση της 243/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, όπως αυτή διορθώθηκε με την 165/2012 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που
ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
                                                                  
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 18 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Δικαίωση ανακόπτοντος δανειολήπτη σε δεύτερο βαθμό - απόρριψη έφεσης πιστώτριας τράπεζας που άσκησε κατά απόφασης που έκανε δεκτή την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής λόγω προηγούμενης αίτησης για υπαγωγή του οφειλέτη στο Ν. 3869/2010 (αποφ. 37/2014 Μον. Πρωτ. Ροδόπης)

   Με την παρατιθέμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση της πιστώτριας τράπεζας με την οποία ζητούσε αυτή να εξαφανισθεί η απόφαση που έκανε δεκτή σε πρώτο βαθμό την ανακοπή του οφειλέτη κατά διαταγής πληρωμής, την οποία είχε στηρίξει στο άρθρο 281 ΑΚ (καταχρηστική άσκηση δικαιώματος),  δεδομένου ότι ο ανακόπτων -οφειλέτης είχε ζητήσει την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 πριν την καταγγελία της σύμβασης από την πιστώτρια τράπεζα και την εν συνεχεία έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του με επιταγή προς εκτέλεση. 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ

Αριθμός απόφασης 37/2014
( Αριθμός έκθ. κατάθεσης έφεσης Εφ47/2013)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Χ. Θ., Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών και από την Γραμματέα Σ.Ν.
Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριο του την 26η Φεβρουαρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα…….», μετά την τροποποίηση της επωνυμίας της από Τράπεζα ….. ανώνυμη εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……) όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της ………(Δ.Σ Ροδόπης), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ε.Π………, κατοίκου Κομοτηνής (……), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της Ε. Κακοσαίου (Δ.Σ Ροδόπης), που κατέθεσε προτάσεις.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής κατά της παραπάνω εκκαλούσας την από 19-4-2012 και με αρ. εκθ. κατάθεσης 108/20-4-2012 ανακοπή της και κατά της υπ' αριθμ. 72/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής και ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμόν 213/2013 απόφαση του έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την ανωτέρω διαταγή πληρωμής.
Ήδη η εκκαλούσα με την προειρημένη έφεση της, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που παραπάνω αναφέρεται προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά


όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 213/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, ασκήθηκε νομότυπα, δεδομένου ότι κατεβλήθη και το παράβολο του άρθρου 495§4 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα [άρθρα 495§§1 και 2, 511, 513§1 περ. β', 516§1, 517 περ. α', 518§2, 520§1 ΚΠολΔ].Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ) από το παρόν δευτεροβάθμιο καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 17Α εδ. α' ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη με την προαναφερθείσα ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση της υπ' αριθμ. 72/2012 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκου Κομοτηνής για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 213/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής κατ' αντιμολία των διαδίκων, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα με την κρινομένη έφεση με την οποία ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ανακοπή για τους λόγους που αναφέρει στην έφεση της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου.
Το διαπλαστικό δικαίωμα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής μπορεί να θεμελιωθεί σε λόγους «είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για την έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης». Λόγοι κατά της ουσιαστικής απαίτησης είναι και οι αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη, την εξέλιξη ή την απόσβεση της ουσιαστικής απαίτησης. Στην περίπτωση αυτή οι λόγοι της ανακοπής θα ανάγονται είτε στην άρνηση των γενεσιουργών περιστατικών της οφειλής είτε στην προβολή (γνησίων ή καταχρηστικών) ενστάσεων κατά της απαίτησης. Έτσι γίνεται δεκτό ότι προτείνονται παραδεκτά κατά της διαταγής πληρωμής η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της αξιώσεως εκ του αξιόγραφου (βλ. σχετικά και Χ. Απαλλαγάκη «ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ' άρθρο» έκδοση 2η 2010 άρθρο 632 αρ. 13 και 15 σελ. 1224 και 1225 με τις εκεί παραπομπές σε








2° φύλλο της υττ' αρ. 37/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης
νομολογία και θεωρία), επομένως δε και εκ συμβάσεως. Συνεπώς ο πρώτος λόγος εφέσεως, κατ' εκτίμηση του νοηματικού περιεχομένου του δικογράφου της εφέσεως, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη, διότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δέχθηκε τον προβληθέντα από την ανακόπτουσα λόγο περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ' άρθρο 281ΑΚ καθότι αυτός (λόγος ανακοπής) αποτελεί ελάττωμα του τίτλου και δεν αφορά την έλλειψη τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγή πληρωμής ή την ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως,  κατ'  εκτίμηση του νοηματικού περιεχομένου του δικογράφου της εφέσεως, πλήττεται η εκκαλουμένη, διότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δέχθηκε τον προβληθέντα από την ανακόπτουσα λόγο περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος αφού η κατ' άρθρον 281ΑΚ απαγόρευση ασκήσεως δικαιώματος είναι παραδεκτή μόνο για δικαιώματα του ουσιαστικού δικαίου και όχι για δικαιώματα που απορρέουν από δικονομικές διατάξεις που αφορούν καθαρώς διαδικαστικές πράξεις όπως είναι μεταξύ άλλων και αυτές που προβλέπουν την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ωστόσο ο λόγος αυτός στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος υπό τους διαλαμβανόμενους στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρους είναι απαράδεκτη όταν πρόκειται για δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις δικονομικού δικαίου και όχι από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 832/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 683/1999 Ελλ. Δνη 41.380), όπως συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση, αφού όπως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως το δικαίωμα της εφεσίβλητης να προτείνει την εν λόγω ένσταση απορρέει από την συναφθείσα μεταξύ της εκκαλούσας και της  εφεσίβλητης  από   18-3-2008   σύμβασης  δανείου.   Επομένως,   μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως που να πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 §2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμολία των διαδίκων. 
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Κομοτηνή ν. Ροδόπης στις 24η Οκτωβρίου 2014.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ






Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ Ν. 3869/2010

   Ακολουθεί το κείμενο  προσωρινής διαταγής που δόθηκε από το Ειρηνοδικείο  Κομοτηνής στα πλαίσια της διαδικασίας του Ν. 3869/2010 με την οποία  αναστέλλονται όλα τα καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη και δέχεται να καταβάλλει αυτός το ποσό των 100€ μηνιαίως , όπως ο ίδιος με την αίτησή του είχε ζητήσει, μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως του , την 21-11-2016, δίνοντάς του  , έστω προσωρινά, μια ανάσα . 
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Η Ειρηνοδίκης Κομοτηνής Ι. Α.
επί της με αριθμό καταθέσεως 204/2014 αιτήσεως του Τ. Σ.  του … και της …., κατοίκου Κομοτηνής (……), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ιουλίας Μυλωνά και ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ ΠΟΥ ΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, που κατέστη διάδικος μετά την κλήτευση της (άρθρα 5 του ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ): Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « …..», λόγω συγχωνεύσεως, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της …….
Αφού έλαβε υπόψη τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 4 και του άρθρου 5 του Ν.3869/2010, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 12 και τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν.4161/2013 αντίστοιχα.
Αφού διαπίστωσε ότι απέτυχε η διαδικασία του προδικαστικού συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν.3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4161/2013.
Αφού άκουσε όσα εξέθεσαν προφορικά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων και μελέτησε τα προσκομιζόμενα έγγραφα κατ' άρθρο 781 ΚπολΔ.
ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ' άρθρο 5 παρ. 2 εδ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 Ν. 4161/2013.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του αιτούντος και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 21-11-2016, και λαμβανομένων υπόψη του εισοδήματος του αιτούντος, του συνόλου των χρεών του και της οικονομικής του δυνατότητας σύμφωνα με τις βιοτικές ανάγκες του
ΟΡΙΖΕΙ την καταβολή μηνιαίας δόσης του αιτούντος προς την πιστώτρια αυτού ποσού εκατό ευρώ (100€), η οποία θα καταβάλλεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2015 και μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 21-11-2016.


Κομοτηνή, 27-01-2015
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Αναγνώριση ισχύος απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου - απόφαση 185/2014 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης

   Με την παρατιθέμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε η ισχύς απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου στην Ελλάδα και ειδικότερα αναγνωρίσθηκε η ισχύς απόφασης γερμανικού δικαστηρίου περί υιοθεσίας με βάση της διατάξεις της διμερούς ελληνογερμανικής σύμβασης της 4ης -11-1961 , σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   185 /2014
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης ΕΜ/123/2014)
 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Βελιάνη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα Ε.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Σεπτεμβρίου 2014 για να δικάσει την υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ΕΜ/123/12-6-2014 αίτηση, με αντικείμενο την αναγνώριση απόφασης:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: 1) Χ. Ξ.  του……… και της ………., κατοίκου Κομοτηνής (οδός ……………), που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Ιουλίας Μυλωνά, η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 905 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των παραγράφων 1 ως 3 του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται και για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση, με την επιφύλαξη όσων ορίζουν διεθνείς συμβάσεις. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 2 της από 4 Νοεμβρίου 1961 Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας "περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων κλπ", η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4305/1963 και άρχισε να ισχύει στις 18-9-1963, σύμφωνα με την από 20/27 Αυγούστου 1963 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών (ΦΕΚ Α' 131), σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 69 και 70 § 1 του Κανονισμού ΕΚ 44/2000, καθώς και 1 § 3 περ. β' του Κανονισμού ΕΚ 2201/2003, ο οποίος από την 1η-3-2005 αντικατέστησε τον Κανονισμό ΕΚ 1347/2000, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις αναγνώρισης στην Ελλάδα αποφάσεων γερμανικών δικαστηρίων επί οικογενειακών υποθέσεων, και αν ακόμη δεν είναι τελεσίδικες, που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραπάνω Κανονισμών, όπως είναι αυτές της υιοθεσίας, τυγχάνει εφαρμογής η παραπάνω διμερής Σύμβαση (ΜονΠρωτΘεσ 1963/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 1161/2009 ΤΝΠ Δ ΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 39476/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 42487/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, στις επόμενες διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 3 ότι: «Άρνησις αναγνωρίσεως επιτρέπεται μόνον: 1. Εάν αύτη αντίκειται εις την δημοσίαν τάξιν του Κράτους εν τω οποίω γίνεται επίκλησις της αποφάσεως. Τοιαύτη αντίθεσις υφίσταται και όταν η απόφασις αφορά δικαίωμα το οποίον καθ' ον χρόνον εξεδόθη η απόφασις ήτο εις το Κράτος εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως και μεταξύ των αυτών διαδίκων, το αντικείμενον αποφάσεως, ήτις κατά το Δίκαιον του Κράτους τούτου, θεωρείται οριστική ή 2. Εάν ο εναγόμενος δεν μετέσχε της διαδικασίας (δίκης): α) Εφ' όσον η κλήσις ή η εισαγωγική της διαδικασίας (δίκης) δικαστική πράξις δεν επεδόθη εις αυτόν, κατά το δίκαιον του κράτους εις το οποίον εξεδόθη η απόφασις ή β) Εφ' όσον ούτος απόδειξη ότι δεν ηδυνήθη να λάβη εγκαίρως γνώσιν της κλήσεως ή της δικαστικής πράξεως ώστε να δυνηθή να μετάσχη της διαδικασίας (δίκης) ή 3. Εάν κατά το δίκαιον του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως, τα δικαστήρια τούτου ήσαν δυνάμει νόμου αποκλειστικώς αρμόδια ή 4. Εάν το εκδόσαν την απόφασιν δικαστήριον ήτο αρμόδιον μόνον εκ της δωσιδικίας της περιουσίας (εκ της υπάρξεως περιουσίας του εναγομένου εν τη περιφέρεια του και ο εναγόμενος είτε: α) Δεν μετέσχε της διαδικασίας (δίκης) είτε β) Πριν απάντηση επί της ουσίας εδήλωσεν ότι μετέσχε της διαδικασίας (δίκης) μόνον ως προς την περιουσίαν την ευρισκομένην εντός του Κράτους του εις ο εγένετο η προσφυγή δικαστηρίου. Στο άρθρο 4 ότι: «1) Δεν επιτρέπεται άρνησις αναγνωρίσεως εκ μόνου του λόγου ότι το έκδοσαν την απόφασιν δικαστήριον εφήρμοσε κατά τους κανόνας του ιδίου αυτού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου νόμους διαφόρους εκείνων, οίτινες θα ήσαν εφαρμοστέοι κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως. 2) Επιτρέπεται εν τούτοις άρνησις αναγνωρίσεως δια τον εν τη παραγράφω 1 αναφερόμενον λόγον εάν η απόφασις αφορά σχέσιν οικογενειακού δικαίου, την ικανότητα δικαίου ή δικαιοπραξίας, την νόμιμον εκπροσώπησιν ή την αφάνειαν ή την κήρυξιν του θανάτου υπηκόου του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως, εκτός εάν αύτη θα εδικαιολογείτο και κατ' εφαρμογήν του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως». Τέλος, στο άρθρο 5 της ιδίας Συμβάσεως ορίζεται ότι: «1) Η εις το εν Κράτος εκδοθείσα απόφασις της οποίας γίνεται επίχλησις εις το έτερον Κράτος δέον να ερευνάται μόνον ως προς το εάν υφίσταται λόγος αρνήσεως εκ των αναφερομένων εις το άρθρον 3 ή εις το άρθρον 4 παράγραφος 2. Κατ' ουδεμίαν περίπτωσιν θα ερευνάται από απόψεως νομιμότητος (ως προς την ουσίαν). 2) Το δικαστήριον του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως κατά το άρθρον 2 δεσμεύεται κατά την έρευναν της αρμοδιότητος του δικαστηρίου, το οποίον εξέδωκε την απόφασιν εκ των πραγματικών και νομικών διαπιστώσεων του δικαστηρίου τούτου». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει κατά τρόπο απόλυτα σαφή η δεσμευτικότητα και το υποχρεωτικό της απόφασης που εκδόθηκε στο ένα από τα παραπάνω συμβαλλόμενα Κράτη από τα δικαστήρια του άλλου Κράτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 επ. της ιδίας Συμβάσεως. Ο δε έλεγχος, ο οποίος κατ' εξαίρεση επιτρέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 σε σχέσεις οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου για την άρνηση αναγνωρίσεως αυτών που έγιναν δεκτά με την πιο πάνω απόφαση, είναι ιδιαίτερα περιορισμένος και, ενόψει της χρησιμοποιήσεως του όρου "επιτρέπεται", εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων που καλούνται να τα εφαρμόσουν, εκτιμώντας τη συνδρομή της προϋποθέσεως της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου 4 της προαναφερόμενης Συμβάσεως (ΑΠ 699/1990 ΝοΒ 1992.68).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα με την υπό κρίση αίτηση της ζητεί, κατ' ορθή εκτίμηση του αιτήματος της, να αναγνωρισθεί ότι έχει αποκτήσει και στην Ελλάδα ισχύ η τελεσίδικη υπ' αριθμ. XVI 189/2002 απόφαση περί υιοθεσίας της από το …….. του Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ της Γερμανίας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ' ύλη (άρθρα 7 της παραπάνω Σύμβασης και 740 § 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπο (άρθρα 7 της παραπάνω Σύμβασης και 905 § 1 ΚΠολΔ) εισάγεται για να συζητηθεί από το Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζει η αιτούσα, και τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ. XVI 189/02 απόφασης του Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ Γερμανίας, που τέθηκε σε ισχύ στις 2-4-2003, κατόπιν της αίτησης του …………… του …. και της ……., που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο νόμιμα μεταφρασμένη, απαγγέλθηκε η υιοθεσία της αιτούσας, ελληνικής ιθαγένειας, από τον προαναφερόμενο, επίσης ελληνικής ιθαγένειας, ο οποίος στις 23-1-1999 είχε τελέσει στην πόλη Λιππσταντ ή Λιππστατ της Γερμανίας γάμο με τη μητέρα της, …….. του ………. Άλλωστε, το παραπάνω αλλοδαπό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να δικάσει στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Δικαίου, αφού οι αιτούντες είχαν κατά το χρόνο εκείνο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό αναγνώριση απόφαση, την κατοικία και διαμονή τους στην περιφέρεια του πιο πάνω Δικαστηρίου στη Γερμανία. Επιπλέον, σύμφωνα με το ελληνικό Δίκαιο, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή εν προκειμένω αποκλειστικώς από το ελληνικό, αφού αμφότερα τα μέρη έχουν την ελληνική ιθαγένεια, δίκαιο, που άλλωστε εφάρμοσε και το γερμανικό δικαστήριο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, οι προϋποθέσεις συναίνεσης πληρούνται, αφού τόσο ο υιοθετών όσο και η αιτούσα, αλλά και η μητέρα της ακούσθηκαν προσωπικά. Άλλωστε, ειδικά ως προς το ζήτημα του επωνύμου, το γερμανικό δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 1563 του ελληνικού Αστικού Κώδικα και, συνακόλουθα, η πρώτη αιτούσα έλαβε το επίθετο του υιοθετούντος αυτή, δηλαδή του……….. Επιπρόσθετα, τα μέρη δε στερήθηκαν το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά συμμετοχής τους στη δίκη, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από το ίδιο το κείμενο της απόφασης ο μεν υιοθετών υπέβαλε την αίτηση και όλα τα μέρη ακούσθηκαν προσωπικά από το δικαστήριο. Ακόμη, η απόφαση που εκδόθηκε δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας και την ημεδαπή δημόσια τάξη. Τέλος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 2814/2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, δεν έχει κατατεθεί αίτηση ούτε έχει εκδοθεί απόφαση του Πρωτοδικείου Ροδόπης σχετική με την κρινόμενη υπόθεση. Κατόπιν τούτων, ενόψει ότι η αιτούσα προσκόμισε τα απαιτούμενα κατ' άρθρο 9 έγγραφα και δεν υφίσταται λόγος άρνησης της αιτούμενης αναγνώρισης κατά τα άρθρα 3 και 4 § 2 της προαναφερόμενης ελληνογερμανικής σύμβασης, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ισχύ που απορρέει από την υπ' αριθμ. XVI 189/02 απόφαση του Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ της Γερμανίας, με την οποία απαγγέλθηκε η υιοθεσία της αιτούσας από το ……. του ….. και της ……..  και έλαβε το επώνυμο του τελευταίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ροδόπη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
                               Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Πρώτη Απόφαση του Αρείου Πάγου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (1226/2014, Α1 Πολιτικό Τμήμα)

   Η υπ' αριθμ. 1226/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί την πρώτη απόφαση του δικαστηρίου αυτού σχετικά με το Ν.3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά) και εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εφετείου δικάζοντος. 
Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους αναίρεσης που δεν έκανε δεκτούς (σκεπτικό -αιτιολογία) και κυρίως για το λόγο αναίρεσης που δέχθηκε . 

Την υπόθεση αυτή χειρίστηκε το γραφείο μας σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο  του κ. Σαξώνη Βασίλη που εδρεύει στην Αθήνα. 

Παρατίθεται το κείμενο της απόφασης .
Αριθμός 1226/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ Γ του …………………….κατοίκου     Κομοτηνής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σαξώνη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Αυγούστου 2011 αίτηση - διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2012 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Πελεκάνος, ανέγνωσε την από 11 Φεβρουαρίου 2014 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης κατά της 6/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 Όπως   προκύπτει   από   την   6661Δ/18-10-2013   έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γεράσιμου Βαλλιανάτου, που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 11-9-2013 αίτησης   αναίρεσης   με   προσδιορισμό   της   προαναφερόμενης δικασίμου (17ης/2/2014) για τη συζήτηση της και με κλήση προς την τελευταία να λάβει μέρος σ' αυτή. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης και την εκφώνηση της από το οικείο πινάκιο η αναιρεσίβλητη   δεν  παραστάθηκε,   ούτε  εκπροσωπήθηκε  από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, η υπόθεση συζητείται παρά την απουσία της, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά   των   αποφάσεων  των   ειρηνοδικείων,   καθώς   και   των  αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται μετά από έφεση κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς... Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ' αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης ή ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (σε μη ειρηνοδικειακές υποθέσεις), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1662/2010, ΑΠ 208/2011). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου , η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α' εδ. 1 του ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές ... το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητουμένων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και την απαλλαγή του οφειλέτη.
Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Κατά την παρ. 3 αυτού, ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, (οφείλει) να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας ... Κατά δε την παρ. 4 αυτού, με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε έναν μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Ενώ, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, σε περιπτώσεις, που, εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ιδίας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.
Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος.      Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων, δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη.  Ακόμη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8, επιφέρει, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη ' και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματα του για την εξυπηρέτηση τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλές και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, προκύπτουν τα ακόλουθα : Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται κατά βάση με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 επί τέσσερα έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμού του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού ) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, όπως είναι η ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών (και όχι των κανονικών και συνήθων) βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλες με ανάλογη τουλάχιστον βαρύτητα, εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρο 8, οπότε το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει μηνιαίες χρηματικές καταβολές μικρού ύψους ή μηδενικές και ορίζει νέα δικάσιμο σε χρόνο απώτερο των πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του, για να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί   κατά   τη   νέα   δικάσιμο  το   τελικό  ποσό   των  μηνιαίων καταβολών για ολόκληρη την τετραετία. Η δε σχετική διαγραφή του ρυθμιζόμενου χρέους (με επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 9) επέρχεται μετά από κανονική τήρηση της σχετικής ρύθμισης και με τη λήξη της τετραετίας, άσχετα αν οι αντίστοιχες καταβολές οριστικοποιήθηκαν εξαρχής ή μεταγενέστερα ή είναι μικρού ύψους ή μηδενικές. Για την ικανοποίηση του ίδιου χρέους του οφειλέτη και εφόσον ζητηθεί από αυτόν (ως τρόπος εκκαθάρισης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του), ενεργοποιείται (σωρευτικά) και η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 για την εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου της ιδιοκτησίας του οφειλέτη, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του και η αξία του δεν υπερβαίνει το τασσόμενο όριο, οπότε η ρύθμιση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται μέχρι συνολικό ποσό ίσο με ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Επίσης η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 δεν εξαρτάται, καταρχήν, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές (και όχι μηδενικές) καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ' αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Οι τελευταίες (οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των καταβολών και της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, δεχόμενη ότι πρόκειται για προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών της, καίτοι η οικονομική   και   οικογενειακή  πραγματικότητα   αυτής,   όπως  περιγράφεται στην απόφαση, καταδεικνύει μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής αυτών από μέρους της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο της ουσίας, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη διατύπωση, που πράγματι διέλαβε στην απόφαση του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, δέχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερόμενης ουσιαστικής διάταξης και προχώρησε στη ρύθμιση των χρεών της αναιρεσείουσας, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη όσα ορίζει το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και, υποχρεώνοντας την να καταβάλλει σε μηνιαία βάση το συνολικό ποσό των 705,73 ευρώ, για τις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, καίτοι αυτή και ο σύζυγος της είναι άνεργοι και γονείς δύο παιδιών, παραβίασε τον σκοπό αυτού του νόμου, ο οποίος επιθυμεί να διασφαλίσει στους αιτούντες τη ρύθμιση ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ, 2 του ν. 3869/2010, ενώ, επιπλέον, όσα αναφέρονται στον σχετικό λόγο αφορούν νομικές απόψεις της αναιρεσείουσας και εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης για ζητήματα ουσίας, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. 
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έσφαλε κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 με την κρίση ότι «... όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει, μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των δυνατοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ τον μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες...». Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι ακριβώς συνίσταται η προβαλλόμενη παραβίαση, με ποιόν ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό συνάπτεται και ποια επίδραση άσκησε η επικαλούμενη πλημμέλεια στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
 Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1β ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία παραβίασε. Πιο συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα διατυπώνει στο αναιρετήριο τη σχετική αιτίαση της ως εξής : «Εν προκειμένω λοιπόν, δια της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο δέχθηκε τα κάτωθι : «... Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ ... κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση ...Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3896/2010, καθόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εμπορικής αξίας του ιδανικού μεριδίου της επ' αυτής, δηλαδή το ποσό των 1 10.500 ευρώ (130.00 ευρώ εμπορική αξία Χ 85%).
Η ανωτέρω κρίση όμως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι αναιρετέα καθώς κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου παραβιάσθηκαν τα διδάγματα κοινής πείρας, όπως αυτά ορίσθηκαν από το ίδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (χρόνος κατασκευής, περιοχή, αντικειμενική αξία και κρατούσες οικονομικές συνθήκες) με τον καθορισμό εμπορικής αξίας υπερβολικά δυσανάλογης σε σχέση με τους παράγοντες που δέχθηκε το δικαστήριο ότι την καθορίζουν.
Ειδικότερα, το δικαστήριο συνεκτίμησε, όπως άλλωστε προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση της απόφασης, το χρόνο κατασκευής, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, το εμβαδό, την αντικειμενική αξία και τις συνθήκες της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας καθώς επίσης και ότι επρόκειτο για ιδανικό μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γνώσεις, που αντλούνται από την κοινωνική πραγματικότητα, με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για γενικές και αφηρημένες αρχές, που αποτελούν τμήμα της κοινωνικής αντίληψης του μέσου συνετού ανθρώπου, βάσει των οποίων αξιολογεί την εξέλιξη των πραγμάτων. 
Στην προκειμένη περίπτωση, η αντίληψη αυτή αφορά στη διαμόρφωση της εμπορικής - αγοραίας αξίας των ακινήτων, την οποία οριοθετούν οι παράγοντες, που ανέφερε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ότι α) το προαναφερθέν ακίνητο κατασκευάσθηκε το έτος 2001, β) αγοράσθηκε από την αιτούσα δυνάμει του υπ' αριθμ. ………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ. έναντι τιμήματος 112.000 €, γ) η αντικειμενική αξία ολόκληρου του ακινήτου κατά το χρόνο αυτό ανήρχετο στο ποσό των 62.350 €, δ) το εμβαδόν του είναι 107,11 τμ καθαρό, ε) η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι εντός της πόλης της Κομοτηνής, στ) η αντικειμενική του αξία σύμφωνα με το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΕΤΑΚ για το οικονομικό έτος 2009 ανήρχετο στο ποσό των 38.676,49 € για έκαστο εκ των συνιδιοκτητών (συνολικώς 77.352,98 €) και ζ) τέλος, ότι η οικονομική κρίση δεν ευνόησε, παρά έριξε τις τιμές στην αγορά ακινήτων. Η οικονομική συγκυρία στην αγορά ακινήτων κατά το χρόνο εκδίκασης της εφέσεως δεν ήταν τέτοια, ώστε να δικαιολογεί την τόσο υψηλή εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας, η οποία αποτιμήθηκε από το δικαστήριο στο ποσό των 130.000 € για ποσοστό ιδιοκτησίας 50% επί του όλου ακινήτου, όταν πρόκειται για ένα διαμέρισμα του 2001, στην πόλη Κομοτηνή του νομού Ροδόπης, του οποίου η αντικειμενική αξία αποτιμήθηκε το έτος 2009 στο ποσό των 77.352,98 € και κυρίως όταν αποτελεί κοινή γνώση πλέον, ότι η αγορά ακινήτων έχει σχεδόν παγώσει σε όλη την επικράτεια, με τις τιμές να ακολουθούν ελεύθερη πτώση και οι προσφορές να είναι κατά πολύ κατώτερες της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τα αναφερόμενα διδάγματα κοινής πείρας, διότι τα χρησιμοποίησε εσφαλμένο: κατά την υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία εφάρμοσε κατά παράβαση του νόμου. Για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και ως προς αυτό το σκέλος».
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που δεν συνάδει με τις αρχές της λογικής κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ενώ, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο του σχετικού λόγου, οι επικαλούμενες πλημμέλειες αφορούν την αποδεικτική στάθμιση από το δικαστήριο της ουσίας διαφόρων πραγματικών στοιχείων -κριτηρίων για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας του ενδίκου ακινήτου, ως κρισίμου αποδεικτέου πραγματικού γεγονότος για τον καθορισμό του συνολικού χρηματικού ποσού, μέχρι το οποίο θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 (επιπλέον εκείνης του άρθρου 8 παρ. 2). Οι πλημμέλειες δε αυτές, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τον άρθρο 560 παρ. 1 β του ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη λόγο αναίρεσης από το άρθρο 560 παρ. Ια ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση οτι  εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, καίτοι τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν επέβαλαν την εφαρμογή της, την οποία αυτή είχε ζητήσει. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ενδιαφέρον μέρος της, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : «Η αιτούσα, γεννημένη στις 24-9-1975, είναι σύζυγος του Α.Τ. και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, του Α. και της Α., που γεννήθηκαν στις 18-5-2007 και κατοικούν σε ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, καθαρής επιφάνειας 107,11 τ.μ., που κείται εντός της πόλης Κομοτηνής και επί της οδού Στ. Κουμανούδη αρ. 3, με ΚΑΕΚ 42 017 …………., συγκυριότητας των συζύγων κατά ποσοστό ιδανικής μερίδας εκάστου 50 %. Το ετήσιο ατομικό εισόδημα της αιτούσας, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, ανήλθε το έτος 2008 σε 7.735,43 ευρώ, το έτος 2009 σε 3.482,69 ευρώ, το έτος 2010  σε 6.086,22 ευρώ και το έτος 2011 σε 2.403,53 ευρώ, ενώ, αντίστοιχα, του συζύγου της σε 18.188,78 ευρώ, 16.720,37 ευρώ, 17.291,22 ευρώ και 18.216,97 ευρώ. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος σύζυγος της αιτούσας, εργαζόταν από 1-3-2000 στην επιχείρηση της εταιρίας με την επωνυμία «………. ΑΕ» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μέχρι τις 2-4-2012, οπότε η ως άνω εργοδότρια κατήγγειλε την σύμβαση και του κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης ποσού 13.497,40 ευρώ. Εν συνεχεία, ο ίδιος με την από 15-5-2012 απόφαση του ΟΑΕΔ κρίθηκε δικαιούχος επιδόματος τακτικής ανεργίας για χρονικό διάστημα από 10-4-2012 έως 10-3-2013, μηνιαίου ύψους 432 ευρώ. Η αιτούσα τα έτη 2011  και 2012 φοιτούσε στην ΕΠΑΣ Βοηθών Νοσηλευτών του Γ.Ν.Κομοτηνής και απέκτησε το πτυχίο της βοηθού νοσηλεύτριας στις 28-6-2012. Από δε 19-3-2011 έως 18-8-2011 ήταν δικαιούχος επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, ανερχόμενου στο ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν προέκυψε ότι διαθέτει η αιτούσα. Η οικονομική της αυτή κατάσταση, όμως, είναι προσωρινή και οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας την τρέχουσα περίοδο, λόγω δε της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 να βρει ανάλογη με τις ικανότητες της εργασία, είναι πιθανή η ανεύρεση εργασίας της. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον αυτό χρόνο {βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/10): από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», είχε λάβει μαζί με τον προαναφερόμενο σύζυγο της ως συνοφειλέτρια εις ολόκληρον, δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο ποσού 115.620 ευρώ με την υπ' αρ. 2797910/26-9-2002 σύμβαση και το δεύτερο ποσού 30.000 ευρώ με την υπ' αρ. 3587910/8-5-2006 σύμβαση. Οι απαιτήσεις της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί του ποσοστού συγκυριότητας της στην ως άνω κύρια κατοικία της για το ποσό των 150.300 ευρώ και 36.000 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2669/10/16-8-2011 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραφών στο    τηρούμενο    στο    Κτηματολογικό    Γραφείο    Κομοτηνής κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ 42 017 ……….. (βλ. ΑΠ31/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η οφειλή της από τα δάνεια αυτά ανέρχεται με τα πιο πάνω επιτόκια ενήμερης οφειλής μαζί με τους τόκους στο ποσόν των 97.720,87 ευρώ (κεφάλαιο 97.720,87 ευρώ, τόκοι 0,00 ευρώ) και 25.567,86 ευρώ (κεφάλαιο 25.567,86, τόκοι 0,00 ευρώ), αντίστοιχα και συνολικά σε 123.288,73 ευρώ. Επιπρόσθετα, η αιτούσα όφειλε στην προαναφερόμενη πιστώτρια τράπεζα   από   την   με   αριθμό   200112050277000   σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 2.678,40 ευρώ (κεφάλαιο 2.639,18 ευρώ και τόκοι 39,22 ευρώ) και από την με αριθμό 20011310230657000 σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 144 ευρώ (κεφάλαιο 0,00 ευρώ και έξοδα 144 ευρώ). Όλα τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη κατάσταση γνωστοποίησης των οφειλών της αιτούσας από την εν λόγω πιστώτρια τράπεζα. Στα ποσά αυτά δεν    συμπεριλαμβάνονται    τόκοι    από    τον    άνω    χρόνο γνωστοποίησης (16.3.2011) μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε από την ως άνω πιστώτρια τράπεζα οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτουν οι τόκοι αυτοί. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την ως άνω πιστώτρια, που συμπεριέλαβε στην αίτηση, ανέρχεται στο ποσό των 123.288,73 ευρώ για την οφειλή της από τα στεγαστικά δάνεια και 2.822,40 ευρώ για τις οφειλές της αιτούσας από πιστωτικές κάρτες κατά το χρόνο που κατέστη   ληξιπρόθεσμο  το  χρέος   (χρόνος   κοινοποίησης   της αίτησης).   Συνολικά,   η   αιτούσα   έχει   χρέος   προς   ρύθμιση 126.111,13 ευρώ (123.288,73 + £J22.40 ευρώ). Η αιτούσα  το έτος 2011 έχει περιέλθει σε προσωρινή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της λόγω της προαναφερόμενης σημαντικής μείωσης των εισοδημάτων της, η δε αδυναμία της αυτή, συνεκτιμώντας την ανεργία της, τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και το κόστος διαβίωσης της οικογένειας της δεν οφείλεται σε δόλο, ο οποίος άλλωστε δεν αποδείχθηκε. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό της στοιχείο, που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα αποτελεί το ποσοστό συγκυριότητας της κατά 50 % επί της προαναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) υπό στοιχείο «2» του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, καθαρής επιφανείας 107,11 τ.μ., που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή, κείμενη στην Κομοτηνή, επί της οδού…………………, της οποίας η αιτούσα κατέστη συγκυρία κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου με τον προμνησθέντα σύζυγο της, δυνάμει του υπ' αρ. 1388/20-9-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής στον Τόμο 1386, α.α. .. την 23η-9-2002. Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής της αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ. Η κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%,  όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση. Με βάση τα δεδομένα αυτά, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ' αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Συνεπώς, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματα της επί τετραετία, που θα αρχίζουν την 1η ημέρα του επόμενου από την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης μήνα, από τις οποίες η πιστώτρια θα ικανοποιηθεί σύμμετρα (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των ικανοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες».
Από τις προαναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (27-2-2013) τόσο η αναιρεσείουσα όσο και ο σύζυγος της ήταν άνεργοι. Ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κανένα εισόδημα, ο δε σύζυγος της λάμβανε μόνο επίδομα ανεργίας μηνιαίου ποσού 432 ευρώ, το οποίο θα έπαυε τον επόμενο μήνα. Ότι είναι γονείς δύο ανηλίκων παιδιών, που γεννήθηκαν το έτος 2007 και χρησιμοποιούν ως κύρια οικογενειακή κατοικία ένα διαμέρισμα εμβαδού 107,11 μ2 στην πόλη της Κομοτηνής, που απέκτησαν με στεγαστικά δάνεια κατά ίσα ποσοστά ο καθένας, η εμπορική αξία του οποίου, για τη μερίδα της αναιρεσείουσας, αποτιμήθηκε σε 130.000 ευρώ και για τη διάσωση του οποίου υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλλει εντόκως μηνιαίες δόσεις ποσού 511,57 ευρώ για χρονική περίοδο 216 μηνών, με το επιτόκιο που αναφέρεται στην απόφαση και με περίοδο χάριτος τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Και ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, πράγμα που λογικά συνεπάγεται αντίστοιχη δυσχέρεια στην εξεύρεση εργασίας από μέρους της αναιρεσείουσας, για την οποία ωστόσο το δικαστήριο δέχτηκε ότι, λόγω της ηλικίας της, είναι πιθανό να βρεί ανάλογη εργασία, χωρίς να αναφερθεί στο ύψος της προσδοκώμενης αμοιβής, ούτε στην πιθανότητα απασχόλησης του συζύγου της. Υπό αυτές τις παραδοχές, συνέτρεχαν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και τετραετούς ρύθμισης του χρέους της αναιρεσείουσας με μηδενικές ή ελάχιστες μηνιαίες καταβολές, αφού οι προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες της δεν επηρέαζαν βέβαια τη ρύθμιση για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της και τις εντεύθεν υποχρεώσεις της, αλλά δεν επέτρεπαν ούτε την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών αυτής και των ανηλίκων τέκνων της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. 
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο ρύθμισης του χρέους με καταβολή μηνιαίων δόσεων 200 ευρώ για μία τετραετία, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς αυτό το κεφάλαιο, από το ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της μερικής ήττας της, σε ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176, 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που αναφέρθηκε στο σκεπτικό, την απόφαση 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχει ο δικαστής που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
            Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Μαΐου 2014. 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 5η Ιουνίου 2014.


 O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ