Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα προστασίας καταναλωτών και Τραπεζικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα προστασίας καταναλωτών και Τραπεζικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΓΙΑ ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ Ν. 3869/2010 (ΕιρΠατρ407/2014)

   Με την υπ' αριθμ. 407/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, απορρίφθηκε η αίτηση πιστώτριας τράπεζας με την οποία ζητούσε την έκπτωση της οφειλέτιδος από τη ρύθμιση , κάνοντας δεκτή την ένσταση της ιδίας για έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη μη τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις που ορίσθηκε με την αρχική απόφαση .


Ειρηνοδικείο Πατρών
Αριθμ. απόφ. 407/2014
……………………
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθής προς αυτήν και τις αναφερόμενες δύο ακόμη πιστώτριες με την  ένταξή της στις ρυθμίσεις των άρθρων 8§2 του νόμου για μηνιαίες καταβολές ποσού 140 ευρώ επί τετραετία και 9§2 για καταβολές επί 16 χρόνια προς διάσωση της κύριας κατοικίας της . Επίσης ισχυρίζεται ότι η καθής οφειλέτρια καθυστερεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης της των μηνιαίων καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 8§2 του νόμου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών , για το λόγο δε αυτό ζητά να κηρυχθεί η έκπτωσή της από τη ρύθμιση , εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου.
Η αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό , κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010) εφόσον για το παραδεκτό της κατατέθηκε μέσα στην 4μηνη αποκλειστική προθεσμία από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης (αρθ. 11§2 ν. 3869/2010) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αρθ. 11§§3 και 3 ν. 3869/2010, καθώς και σ’ αυτή του αρθ. 758 ΚΠολΔ , επομένως πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα σαν να ήταν παρόντες οι υπόλοιποι πιστωτές που μετείχαν στη ρύθμιση (αρθ. 754§2 ΚΠολΔ) , στους οποίος επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η ένδικη αίτηση 15 ημέρες πριν τη συζήτηση (αρθρ. 11§2 ν. 3869/2010) και οι οποίοι αν και κλητεύθηκαν για τη σημερινή δικάσιμο δεν εμφανίστηκαν στη δίκη.
Από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού έγινε διευθέτηση των οφειλών της αιτούσας προς τις μετέχουσες πιστώτριες με την ένταξή της στις ρυθμίσεις των αρθ. 8§2 για καταβολές επί τετραετία και 9§2 του ν. 3869/2010 για καταβολές επί 16 χρόνια προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της . Ειδικότερα με την πρώτη ρύθμιση ορίστηκε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 140 ευρώ επί τέσσερα χρόνια, συμμέτρως κατανεμημένου στις μετέχουσες για την μερική εξόφληση των αναφερομένων στην απόφαση δανειακών συμβάσεων , χρόνος δε έναρξης των καταβολών ορίστηκε η 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση στην καθής της απόφασης . Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 19.7.2011 και επιδόθηκε στην καθής οφειλέτρια στις 8.11.2012 και συνεπώς , η έναρξη της υποχρέωσής της για μηνιαίες καταβολές τοποθετείται χρονικά , σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης , την 1η Δεκεμβρίου 2012. Πλην όμως η καθής οφειλέτρια αθέτησε την υποχρέωσή της για μηνιαίες καταβολές και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε καμία μηνιαία δόση προς την αιτούσα , η δε ασυνέπειά της αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 2013. Συνεπώς, εφόσον δεν εκπλήρωσε την επιβληθείσα με την 3/2011 απόφαση υποχρέωση για μηνιαίες καταβολές επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών διαδοχικών μηνών , συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 11§2  του νόμου για την κήρυξη της έκπτωσής της από τη ρύθμιση.
Η καθής προβάλλει ότι η μη καταβολή των μηνιαίων δόσεων οφείλεται στο γεγονός ότι τα εισοδήματά της από τη μηνιαία σύνταξη που λαμβάνει είναι μικρότερα των αναμενομένων λόγω μείωσης του ποσού της . Επικαλείται δηλαδή σοβαρό λόγο που αφορά το πρόσωπό της και συγκεκριμένα αδυναμία κάλυψης των βασικών βιοτικών αναγκών της λόγω μείωσης του ποσού της σύνταξής της , η οποία δεν επαρκεί , χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωσή της , για την εκπλήρωση της επιβληθείσας με τη ρύθμιση υποχρέωσης για καταβολές . Ο ισχυρισμός της αυτός περί έλλειψης υπαιτιότητας ως προς την αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης για καταβολές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να προταθεί κατά της αίτησης έκπτωσης καίτοι στη διάταξη του αρθ. 11 του νόμου δε γίνεται λόγος για υπαιτιότητα , όπως συνάγεται από το όλο πνεύμα του νόμου , προς αποφυγή της δυσμενούς κύρωσης της έκπτωσης όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι στο πρόσωπο του οφειλέτη που καθιστούν αδύνατη την καταβολή των δόσεων , όπως εξάλλου προβλέπεται και από τη διάταξη του αρθ. 5§2 , όπως διαμορφώθηκε με το ν. 4161/2013, που παραπέμπει στην εφαρμογή του αρθ. 11§2 (βλ. Αθ. Κρητικό , Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , 3η έκδοση , σ. 396 και Βενιέρη/Κατσά , Εφαρμογή του νόμου 3869/2010, έκδοση 1η σ. 350).
Στην προκειμένη περίπτωση , σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την 3/2011 απόφαση , με την οποία ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθής , μοναδικό της εισόδημα αποτελούσε η προσωρινή μηνιαία σύνταξη από τον συνταξιοδοτικό της φορέα το ΙΚΑ , ποσού τότε 390 περίπου ευρώ. Για τον δε προσδιορισμό του ποσού των μηνιαίων δόσεων το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις βασικές βιοτικές της ανάγκες , καθώς και την αναμενόμενη χορήγηση της οριστικής σύνταξής της , το ποσό της οποία υπολογιζόταν σε 488 περίπου ευρώ. Όμως στη συνέχεια και μετά τη ρύθμιση , λόγω της δημοσιονομικής πολιτικής μείωσης των μισθών και συντάξεων , δεν χορηγήθηκε στην καθής το επιπλέον αναμενόμενο ποσό της οριστικής σύνταξής της, η οποία παρέμεινε στα επίπεδα της προσωρινής και συγκεκριμένα στο ποσό των 385 ευρώ (βλ. αντίγραφο από το βιβλιάριο καταθέσεων του λογαριασμού της στον οποίο κατατίθεται η σύνταξη). Το ποσό όμως αυτό είναι πολύ μικρό για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της καθής και την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης , που αποτελεί βασικό κριτήριο του νόμου κατά τον ορισμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του αρθ. 8§2 του νόμου , η δε από μέρους της εκπλήρωση της υποχρέωσης για την καταβολή της μηνιαίας δόσης των 140 ευρώ που ορίστηκε με την 3/2011 απόφαση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση της αφού, το ποσό που της απομένει για να καλύψει τις ανάγκες της ανέρχεται μόλις σε 245 ευρώ το μήνα. Συντρέχει συνεπώς στο πρόσωπό της σοβαρός λόγος, που δικαιολογεί τη μη τήρηση της ρύθμισης που ορίστηκε με την 3/2011 απόφαση.  Βέβαια η καθής είχε την ευχέρεια να ζητήσει την τροποποίηση της ρύθμισης με τη μείωση του ποσού των μηνιαίων δόσεων , κατ’ αρθ. 8§4 του νόμου και 758 ΚΠολΔ,  με την οποία θα μπορούσε να αποτρέψει την  έκπτωσή της . Πλην όμως τα γεγονότα που θα προέβαλε με την αίτηση μεταρρύθμισης, τα οποία δικαιολογούν την μείωση των μηνιαίων καταβολών , μπορούν να προβληθούν και με σχετική ένσταση περί έλλειψης ευθύνης καταλυτική της αίτησης έκπτωσης.
Σύμφωνα, επομένως , με τα προλεχθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η περί έλλειψης υπαιτιότητας, ως προς τη μη τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις , που ορίστηκε με τη ρύθμιση της 3/2011 απόφασης, ένσταση της καθής και να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αίτηση έκπτωσης. Δικαστική δαπάνη σε βάρος της αιτούσας δεν επιβάλλεται κατ’ αρθ. 746 κΠολΔ , ελλείψει σχετικού αιτήματος.

Πηγή : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , ΤΕΥΧΟΣ 1 2015, σελ. 273 επ.  

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Πρώτη Απόφαση του Αρείου Πάγου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (1226/2014, Α1 Πολιτικό Τμήμα)

   Η υπ' αριθμ. 1226/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί την πρώτη απόφαση του δικαστηρίου αυτού σχετικά με το Ν.3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά) και εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εφετείου δικάζοντος. 
Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους αναίρεσης που δεν έκανε δεκτούς (σκεπτικό -αιτιολογία) και κυρίως για το λόγο αναίρεσης που δέχθηκε . 

Την υπόθεση αυτή χειρίστηκε το γραφείο μας σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο  του κ. Σαξώνη Βασίλη που εδρεύει στην Αθήνα. 

Παρατίθεται το κείμενο της απόφασης .
Αριθμός 1226/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ Γ του …………………….κατοίκου     Κομοτηνής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σαξώνη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Αυγούστου 2011 αίτηση - διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2012 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Πελεκάνος, ανέγνωσε την από 11 Φεβρουαρίου 2014 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης κατά της 6/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 Όπως   προκύπτει   από   την   6661Δ/18-10-2013   έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γεράσιμου Βαλλιανάτου, που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 11-9-2013 αίτησης   αναίρεσης   με   προσδιορισμό   της   προαναφερόμενης δικασίμου (17ης/2/2014) για τη συζήτηση της και με κλήση προς την τελευταία να λάβει μέρος σ' αυτή. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης και την εκφώνηση της από το οικείο πινάκιο η αναιρεσίβλητη   δεν  παραστάθηκε,   ούτε  εκπροσωπήθηκε  από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, η υπόθεση συζητείται παρά την απουσία της, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά   των   αποφάσεων  των   ειρηνοδικείων,   καθώς   και   των  αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται μετά από έφεση κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς... Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ' αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης ή ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (σε μη ειρηνοδικειακές υποθέσεις), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1662/2010, ΑΠ 208/2011). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου , η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α' εδ. 1 του ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές ... το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητουμένων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και την απαλλαγή του οφειλέτη.
Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Κατά την παρ. 3 αυτού, ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, (οφείλει) να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας ... Κατά δε την παρ. 4 αυτού, με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε έναν μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Ενώ, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, σε περιπτώσεις, που, εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ιδίας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.
Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος.      Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων, δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη.  Ακόμη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8, επιφέρει, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη ' και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματα του για την εξυπηρέτηση τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλές και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, προκύπτουν τα ακόλουθα : Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται κατά βάση με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 επί τέσσερα έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμού του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού ) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, όπως είναι η ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών (και όχι των κανονικών και συνήθων) βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλες με ανάλογη τουλάχιστον βαρύτητα, εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρο 8, οπότε το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει μηνιαίες χρηματικές καταβολές μικρού ύψους ή μηδενικές και ορίζει νέα δικάσιμο σε χρόνο απώτερο των πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του, για να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί   κατά   τη   νέα   δικάσιμο  το   τελικό  ποσό   των  μηνιαίων καταβολών για ολόκληρη την τετραετία. Η δε σχετική διαγραφή του ρυθμιζόμενου χρέους (με επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 9) επέρχεται μετά από κανονική τήρηση της σχετικής ρύθμισης και με τη λήξη της τετραετίας, άσχετα αν οι αντίστοιχες καταβολές οριστικοποιήθηκαν εξαρχής ή μεταγενέστερα ή είναι μικρού ύψους ή μηδενικές. Για την ικανοποίηση του ίδιου χρέους του οφειλέτη και εφόσον ζητηθεί από αυτόν (ως τρόπος εκκαθάρισης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του), ενεργοποιείται (σωρευτικά) και η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 για την εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου της ιδιοκτησίας του οφειλέτη, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του και η αξία του δεν υπερβαίνει το τασσόμενο όριο, οπότε η ρύθμιση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται μέχρι συνολικό ποσό ίσο με ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Επίσης η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 δεν εξαρτάται, καταρχήν, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές (και όχι μηδενικές) καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ' αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Οι τελευταίες (οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των καταβολών και της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, δεχόμενη ότι πρόκειται για προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών της, καίτοι η οικονομική   και   οικογενειακή  πραγματικότητα   αυτής,   όπως  περιγράφεται στην απόφαση, καταδεικνύει μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής αυτών από μέρους της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο της ουσίας, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη διατύπωση, που πράγματι διέλαβε στην απόφαση του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, δέχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερόμενης ουσιαστικής διάταξης και προχώρησε στη ρύθμιση των χρεών της αναιρεσείουσας, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη όσα ορίζει το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και, υποχρεώνοντας την να καταβάλλει σε μηνιαία βάση το συνολικό ποσό των 705,73 ευρώ, για τις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, καίτοι αυτή και ο σύζυγος της είναι άνεργοι και γονείς δύο παιδιών, παραβίασε τον σκοπό αυτού του νόμου, ο οποίος επιθυμεί να διασφαλίσει στους αιτούντες τη ρύθμιση ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ, 2 του ν. 3869/2010, ενώ, επιπλέον, όσα αναφέρονται στον σχετικό λόγο αφορούν νομικές απόψεις της αναιρεσείουσας και εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης για ζητήματα ουσίας, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. 
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έσφαλε κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 με την κρίση ότι «... όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει, μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των δυνατοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ τον μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες...». Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι ακριβώς συνίσταται η προβαλλόμενη παραβίαση, με ποιόν ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό συνάπτεται και ποια επίδραση άσκησε η επικαλούμενη πλημμέλεια στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
 Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1β ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία παραβίασε. Πιο συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα διατυπώνει στο αναιρετήριο τη σχετική αιτίαση της ως εξής : «Εν προκειμένω λοιπόν, δια της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο δέχθηκε τα κάτωθι : «... Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ ... κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση ...Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3896/2010, καθόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εμπορικής αξίας του ιδανικού μεριδίου της επ' αυτής, δηλαδή το ποσό των 1 10.500 ευρώ (130.00 ευρώ εμπορική αξία Χ 85%).
Η ανωτέρω κρίση όμως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι αναιρετέα καθώς κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου παραβιάσθηκαν τα διδάγματα κοινής πείρας, όπως αυτά ορίσθηκαν από το ίδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (χρόνος κατασκευής, περιοχή, αντικειμενική αξία και κρατούσες οικονομικές συνθήκες) με τον καθορισμό εμπορικής αξίας υπερβολικά δυσανάλογης σε σχέση με τους παράγοντες που δέχθηκε το δικαστήριο ότι την καθορίζουν.
Ειδικότερα, το δικαστήριο συνεκτίμησε, όπως άλλωστε προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση της απόφασης, το χρόνο κατασκευής, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, το εμβαδό, την αντικειμενική αξία και τις συνθήκες της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας καθώς επίσης και ότι επρόκειτο για ιδανικό μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γνώσεις, που αντλούνται από την κοινωνική πραγματικότητα, με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για γενικές και αφηρημένες αρχές, που αποτελούν τμήμα της κοινωνικής αντίληψης του μέσου συνετού ανθρώπου, βάσει των οποίων αξιολογεί την εξέλιξη των πραγμάτων. 
Στην προκειμένη περίπτωση, η αντίληψη αυτή αφορά στη διαμόρφωση της εμπορικής - αγοραίας αξίας των ακινήτων, την οποία οριοθετούν οι παράγοντες, που ανέφερε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ότι α) το προαναφερθέν ακίνητο κατασκευάσθηκε το έτος 2001, β) αγοράσθηκε από την αιτούσα δυνάμει του υπ' αριθμ. ………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ. έναντι τιμήματος 112.000 €, γ) η αντικειμενική αξία ολόκληρου του ακινήτου κατά το χρόνο αυτό ανήρχετο στο ποσό των 62.350 €, δ) το εμβαδόν του είναι 107,11 τμ καθαρό, ε) η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι εντός της πόλης της Κομοτηνής, στ) η αντικειμενική του αξία σύμφωνα με το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΕΤΑΚ για το οικονομικό έτος 2009 ανήρχετο στο ποσό των 38.676,49 € για έκαστο εκ των συνιδιοκτητών (συνολικώς 77.352,98 €) και ζ) τέλος, ότι η οικονομική κρίση δεν ευνόησε, παρά έριξε τις τιμές στην αγορά ακινήτων. Η οικονομική συγκυρία στην αγορά ακινήτων κατά το χρόνο εκδίκασης της εφέσεως δεν ήταν τέτοια, ώστε να δικαιολογεί την τόσο υψηλή εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας, η οποία αποτιμήθηκε από το δικαστήριο στο ποσό των 130.000 € για ποσοστό ιδιοκτησίας 50% επί του όλου ακινήτου, όταν πρόκειται για ένα διαμέρισμα του 2001, στην πόλη Κομοτηνή του νομού Ροδόπης, του οποίου η αντικειμενική αξία αποτιμήθηκε το έτος 2009 στο ποσό των 77.352,98 € και κυρίως όταν αποτελεί κοινή γνώση πλέον, ότι η αγορά ακινήτων έχει σχεδόν παγώσει σε όλη την επικράτεια, με τις τιμές να ακολουθούν ελεύθερη πτώση και οι προσφορές να είναι κατά πολύ κατώτερες της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τα αναφερόμενα διδάγματα κοινής πείρας, διότι τα χρησιμοποίησε εσφαλμένο: κατά την υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία εφάρμοσε κατά παράβαση του νόμου. Για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και ως προς αυτό το σκέλος».
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που δεν συνάδει με τις αρχές της λογικής κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ενώ, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο του σχετικού λόγου, οι επικαλούμενες πλημμέλειες αφορούν την αποδεικτική στάθμιση από το δικαστήριο της ουσίας διαφόρων πραγματικών στοιχείων -κριτηρίων για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας του ενδίκου ακινήτου, ως κρισίμου αποδεικτέου πραγματικού γεγονότος για τον καθορισμό του συνολικού χρηματικού ποσού, μέχρι το οποίο θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 (επιπλέον εκείνης του άρθρου 8 παρ. 2). Οι πλημμέλειες δε αυτές, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τον άρθρο 560 παρ. 1 β του ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη λόγο αναίρεσης από το άρθρο 560 παρ. Ια ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση οτι  εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, καίτοι τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν επέβαλαν την εφαρμογή της, την οποία αυτή είχε ζητήσει. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ενδιαφέρον μέρος της, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : «Η αιτούσα, γεννημένη στις 24-9-1975, είναι σύζυγος του Α.Τ. και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, του Α. και της Α., που γεννήθηκαν στις 18-5-2007 και κατοικούν σε ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, καθαρής επιφάνειας 107,11 τ.μ., που κείται εντός της πόλης Κομοτηνής και επί της οδού Στ. Κουμανούδη αρ. 3, με ΚΑΕΚ 42 017 …………., συγκυριότητας των συζύγων κατά ποσοστό ιδανικής μερίδας εκάστου 50 %. Το ετήσιο ατομικό εισόδημα της αιτούσας, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, ανήλθε το έτος 2008 σε 7.735,43 ευρώ, το έτος 2009 σε 3.482,69 ευρώ, το έτος 2010  σε 6.086,22 ευρώ και το έτος 2011 σε 2.403,53 ευρώ, ενώ, αντίστοιχα, του συζύγου της σε 18.188,78 ευρώ, 16.720,37 ευρώ, 17.291,22 ευρώ και 18.216,97 ευρώ. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος σύζυγος της αιτούσας, εργαζόταν από 1-3-2000 στην επιχείρηση της εταιρίας με την επωνυμία «………. ΑΕ» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μέχρι τις 2-4-2012, οπότε η ως άνω εργοδότρια κατήγγειλε την σύμβαση και του κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης ποσού 13.497,40 ευρώ. Εν συνεχεία, ο ίδιος με την από 15-5-2012 απόφαση του ΟΑΕΔ κρίθηκε δικαιούχος επιδόματος τακτικής ανεργίας για χρονικό διάστημα από 10-4-2012 έως 10-3-2013, μηνιαίου ύψους 432 ευρώ. Η αιτούσα τα έτη 2011  και 2012 φοιτούσε στην ΕΠΑΣ Βοηθών Νοσηλευτών του Γ.Ν.Κομοτηνής και απέκτησε το πτυχίο της βοηθού νοσηλεύτριας στις 28-6-2012. Από δε 19-3-2011 έως 18-8-2011 ήταν δικαιούχος επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, ανερχόμενου στο ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν προέκυψε ότι διαθέτει η αιτούσα. Η οικονομική της αυτή κατάσταση, όμως, είναι προσωρινή και οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας την τρέχουσα περίοδο, λόγω δε της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 να βρει ανάλογη με τις ικανότητες της εργασία, είναι πιθανή η ανεύρεση εργασίας της. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον αυτό χρόνο {βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/10): από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», είχε λάβει μαζί με τον προαναφερόμενο σύζυγο της ως συνοφειλέτρια εις ολόκληρον, δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο ποσού 115.620 ευρώ με την υπ' αρ. 2797910/26-9-2002 σύμβαση και το δεύτερο ποσού 30.000 ευρώ με την υπ' αρ. 3587910/8-5-2006 σύμβαση. Οι απαιτήσεις της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί του ποσοστού συγκυριότητας της στην ως άνω κύρια κατοικία της για το ποσό των 150.300 ευρώ και 36.000 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2669/10/16-8-2011 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραφών στο    τηρούμενο    στο    Κτηματολογικό    Γραφείο    Κομοτηνής κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ 42 017 ……….. (βλ. ΑΠ31/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η οφειλή της από τα δάνεια αυτά ανέρχεται με τα πιο πάνω επιτόκια ενήμερης οφειλής μαζί με τους τόκους στο ποσόν των 97.720,87 ευρώ (κεφάλαιο 97.720,87 ευρώ, τόκοι 0,00 ευρώ) και 25.567,86 ευρώ (κεφάλαιο 25.567,86, τόκοι 0,00 ευρώ), αντίστοιχα και συνολικά σε 123.288,73 ευρώ. Επιπρόσθετα, η αιτούσα όφειλε στην προαναφερόμενη πιστώτρια τράπεζα   από   την   με   αριθμό   200112050277000   σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 2.678,40 ευρώ (κεφάλαιο 2.639,18 ευρώ και τόκοι 39,22 ευρώ) και από την με αριθμό 20011310230657000 σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 144 ευρώ (κεφάλαιο 0,00 ευρώ και έξοδα 144 ευρώ). Όλα τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη κατάσταση γνωστοποίησης των οφειλών της αιτούσας από την εν λόγω πιστώτρια τράπεζα. Στα ποσά αυτά δεν    συμπεριλαμβάνονται    τόκοι    από    τον    άνω    χρόνο γνωστοποίησης (16.3.2011) μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε από την ως άνω πιστώτρια τράπεζα οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτουν οι τόκοι αυτοί. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την ως άνω πιστώτρια, που συμπεριέλαβε στην αίτηση, ανέρχεται στο ποσό των 123.288,73 ευρώ για την οφειλή της από τα στεγαστικά δάνεια και 2.822,40 ευρώ για τις οφειλές της αιτούσας από πιστωτικές κάρτες κατά το χρόνο που κατέστη   ληξιπρόθεσμο  το  χρέος   (χρόνος   κοινοποίησης   της αίτησης).   Συνολικά,   η   αιτούσα   έχει   χρέος   προς   ρύθμιση 126.111,13 ευρώ (123.288,73 + £J22.40 ευρώ). Η αιτούσα  το έτος 2011 έχει περιέλθει σε προσωρινή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της λόγω της προαναφερόμενης σημαντικής μείωσης των εισοδημάτων της, η δε αδυναμία της αυτή, συνεκτιμώντας την ανεργία της, τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και το κόστος διαβίωσης της οικογένειας της δεν οφείλεται σε δόλο, ο οποίος άλλωστε δεν αποδείχθηκε. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό της στοιχείο, που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα αποτελεί το ποσοστό συγκυριότητας της κατά 50 % επί της προαναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) υπό στοιχείο «2» του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, καθαρής επιφανείας 107,11 τ.μ., που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή, κείμενη στην Κομοτηνή, επί της οδού…………………, της οποίας η αιτούσα κατέστη συγκυρία κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου με τον προμνησθέντα σύζυγο της, δυνάμει του υπ' αρ. 1388/20-9-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής στον Τόμο 1386, α.α. .. την 23η-9-2002. Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής της αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ. Η κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%,  όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση. Με βάση τα δεδομένα αυτά, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ' αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Συνεπώς, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματα της επί τετραετία, που θα αρχίζουν την 1η ημέρα του επόμενου από την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης μήνα, από τις οποίες η πιστώτρια θα ικανοποιηθεί σύμμετρα (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των ικανοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες».
Από τις προαναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (27-2-2013) τόσο η αναιρεσείουσα όσο και ο σύζυγος της ήταν άνεργοι. Ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κανένα εισόδημα, ο δε σύζυγος της λάμβανε μόνο επίδομα ανεργίας μηνιαίου ποσού 432 ευρώ, το οποίο θα έπαυε τον επόμενο μήνα. Ότι είναι γονείς δύο ανηλίκων παιδιών, που γεννήθηκαν το έτος 2007 και χρησιμοποιούν ως κύρια οικογενειακή κατοικία ένα διαμέρισμα εμβαδού 107,11 μ2 στην πόλη της Κομοτηνής, που απέκτησαν με στεγαστικά δάνεια κατά ίσα ποσοστά ο καθένας, η εμπορική αξία του οποίου, για τη μερίδα της αναιρεσείουσας, αποτιμήθηκε σε 130.000 ευρώ και για τη διάσωση του οποίου υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλλει εντόκως μηνιαίες δόσεις ποσού 511,57 ευρώ για χρονική περίοδο 216 μηνών, με το επιτόκιο που αναφέρεται στην απόφαση και με περίοδο χάριτος τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Και ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, πράγμα που λογικά συνεπάγεται αντίστοιχη δυσχέρεια στην εξεύρεση εργασίας από μέρους της αναιρεσείουσας, για την οποία ωστόσο το δικαστήριο δέχτηκε ότι, λόγω της ηλικίας της, είναι πιθανό να βρεί ανάλογη εργασία, χωρίς να αναφερθεί στο ύψος της προσδοκώμενης αμοιβής, ούτε στην πιθανότητα απασχόλησης του συζύγου της. Υπό αυτές τις παραδοχές, συνέτρεχαν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και τετραετούς ρύθμισης του χρέους της αναιρεσείουσας με μηδενικές ή ελάχιστες μηνιαίες καταβολές, αφού οι προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες της δεν επηρέαζαν βέβαια τη ρύθμιση για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της και τις εντεύθεν υποχρεώσεις της, αλλά δεν επέτρεπαν ούτε την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών αυτής και των ανηλίκων τέκνων της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. 
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο ρύθμισης του χρέους με καταβολή μηνιαίων δόσεων 200 ευρώ για μία τετραετία, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς αυτό το κεφάλαιο, από το ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της μερικής ήττας της, σε ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176, 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που αναφέρθηκε στο σκεπτικό, την απόφαση 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχει ο δικαστής που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
            Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Μαΐου 2014. 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 5η Ιουνίου 2014.


 O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ειρ. Ξάνθης - Δεκτή προσωρινή διαταγή Ν. 3869/2010 με μοναδική οφειλή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων

 Με την εν λόγω διάταξη έγινε δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής αιτούντος δανειολήπτη, ο οποίος είχε μοναδική οφειλή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο λάμβανε μηνιαίως με πάγια εντολή ποσά για την εξόφληση του δανείου από το μισθό του. Η προσωρινή διαταγή στην εν λόγω περίπτωση έχει διπλή σημασία, αφενός γιατί αποδέχεται αίτημα οφειλέτη με οφειλή μόνο προς το ΤΠΔ και αφετέρου, παρόλο που η παρακράτηση από τη μισθοδοσία του αιτούντος πραγματοποιούνταν κάθε μήνα για το ποσό των 550€ περίπου, δηλαδή δεν είχαν δημιουργηθεί ληξιπρόθεσμες δόσεις , η δικαστής προχώρησε στον καθορισμό καταβολών μικρότερου ποσού μηνιαίως , ήτοι 80€ μηνιαίως, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, το οποίο σημειωτέον θα εκδικάσει την υπόθεση το 2021.
    Προσεχώς θα δημοσιευθεί και το κείμενο της απόφασης . 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών (Τεύχος Β , αρ. φύλλου 2289/27-8-2014)

      Ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών αφορά στην προσπάθεια επίλυσης των οικονομικών διαφορών μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των  οφειλετών - δανειοληπτών. Θεσπίζονται οι έννοιες του συνεργάσιμου και μη συνεργάσιμου δανειολήπτη καθώς και μια διαδικασία επίλυσης διαφορών σε διάφορα στάδια. Τα στάδια αυτά ξεκινούν από την απαρχή της καθυστέρησης μέρους ή μίας δόσης του δανειολήπτη και συνεχίζονται με τη επικοινωνία των μερών μέσω της χορήγησης από τον δανειολήπτη στην τράπεζα όλων εκείνων των οικονομικών πληροφοριών που θα οδηγήσουν την τράπεζα στην αξιολόγηση της πραγματικής οικονομικής του κατάστασης και στην διατύπωση μιας ευνοϊκής για τον ίδιο ρύθμισης των οφειλών του. Ο δανειολήπτης έχει τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων .
      Η διαδικασία αυτή θα πρέπει πλέον να ακολουθείται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με χρόνο έναρξης την 31-12-2014, χωρίς όμως να εμποδίζεται ο δανειολήπτης να ακολουθήσει ως δρόμο για την επίλυση των οικονομικών διαφορών του με την πιστώτρια τράπεζα τη διαμεσολάβηση ή τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του (νόμος 3869/2010) . 

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2014

Σύμφωνα με το άρθρο 2  του Ν. 4224/2013 απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί της κύριας κατοικίας , όπως αυτή έχει δηλωθεί από τους οφειλέτες στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος. Η απαγόρευση ισχύει από την 1η Ιανουαρίου  μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014, εφόσον η αντικειμενική αξία του ανωτέρω ακινήτου δεν ξεπερνά τις 200.000 ευρώ και εφόσον πληρούνται και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις που κατωτέρω αναφέρονται.
Η αναστολή πλειστηριασμών αφορά  οφειλές προς τράπεζες,  οφειλές προς ιδιώτες και εταιρείες, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ΔΕΚΟ και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,  ΔΕΝ αφορά όμως  χρέη προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όπως ειδικότερα περιγράφονται αυτές στον ανωτέρω νόμο.
Οι λοιπές τασσόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις είναι α) το ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα των οφειλετών να μην ξεπερνά τις 35.000€ , β) η συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους να μην ξεπερνά τις 270.000€ και εξ αυτής το σύνολο των καταθέσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό να μην ξεπερνά τις 15.000€ , εξαιρουμένων των καταθέσεων και κινητών αξιών από συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά προγράμματα. Για οικογένειες όμως που βαρύνονται φορολογικά με τρία και άνω τέκνα , για άτομα με αναπηρία 67% και άνω και για όσους βαρύνονται φορολογικά με άτομα με αναπηρία 67% και άνω τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται κατά 10% δηλαδή αναμορφώνονται σε 38.500€ για το οικογενειακό εισόδημα, σε 297.000€ για τη συνολική αξία της περιουσίας τους και σε  16.500€ για τις καταθέσεις και κινητές αξίες.



Περαιτέρω, οι καταναλωτές θα πρέπει να καταθέσουν Υπεύθυνη Δήλωση σε κάθε δανειστή τους,  μέχρι τις 31 Ιανουαρίου του 2014* ή εντός δύο (2) μηνών από την επίδοση διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση, στην οποία θα προσδιορίζουν επ’ ακριβώς ποιο είναι το ακίνητο που αποτελεί την 1η κατοικία τους και για την οποία ζητούν την απαγόρευση του πλειστηριασμού.  Στην Υπεύθυνη Δήλωση θα πρέπει να περιγράφονται τα πλήρη στοιχεία του οφειλέτη, περιγραφή της πλήρωσης των ανωτέρω προϋποθέσεων και λεπτομερής αναγραφή των κινήσεων λογαριασμού που  ξεπερνούν το ποσό των 1.000€ τους τελευταίους 24 μήνες πριν την υποβολή της υπέυθυνης δήλωσης. Αν δεν υποβληθεί η προπεριγραφόμενη Υπεύθυνη Δήλωση εντός των ανωτέρω προθεσμιών, αίρεται η απαγόρευση για το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο.

Κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης του πλειστηριασμού μπορεί να ζητηθούν από τους δανειστές ορισμένα δικαιολογητικά , τα οποία οι οφειλέτες οφείλουν να προσκομίσουν εντός ενός μηνός, εφόσον τα έγγραφα αναγράφονται ρητώς στο νόμο.
 Επίσης κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης οι οφειλέτες υποχρεούνται να καταβάλλουν στους δανειστές μηνιαίως ποσοστό 10% επί του καθαρού οικογενειακού εισοδήματος εφόσον αυτό δεν ξεπερνά τις 15.000€ ενώ αν ξεπερνά το ποσό αυτό , θα πρέπει να καταβάλλουν ποσοστό 10% για το ποσό μέχρι των 15.000€ και ποσοστό 20% για το υπερβάλλον εισόδημα. Υπό προϋποθέσεις το ποσό αυτό δεν θα πρέπει να είναι κατώτερο του 30% της τελευταίας ενήμερης δόσης. Για ανέργους με μηδενικό εισόδημα ή μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας παρέχεται η δυνατότητα μηδενικών καταβολών. Σε περίπτωση μη τήρησης των ανωτέρω υποχρεώσεων για καταβολή από τον οφειλέτη, για χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών , αίρεται η απαγόρευση του πλειστηριασμού.

* Η ημερομηνία παρατάθηκε μέχρι τις 28/2/2014 έπειτα από αίτηση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Δεκτή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής λόγω προηγούμενης υπαγωγής του οφειλέτη στο Ν. 3869/2010 (αποφ. 582/2013 Ειρ. Κομοτηνής)

  Παραθέτουμε το κείμενο της απόφασης 582/2013 του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, σύμφωνα με την οποία γίνεται δεκτή η ασκηθείσα ανακοπή οφειλέτη κατά διαταγής πληρωμής που εξέδωσε η δανείστρια τράπεζα, ενώ αυτός είχε ήδη ζητήσει την υπαγωγή του στο Ν. 3869/2010, στον οποίο και τελικώς υπήχθη. Πρόκειται για τη δεύτερη θετική απόφαση που έλαβε το γραφείο μας (η πρώτη απόφαση έχει αναρτηθεί παλιότερα στο blog) και αναμένεται η εκδίκαση και η έκδοση αποφάσεων και άλλων σχετικών υποθέσεων.
   Η απόφαση ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής κρίνοντας ότι καταχρηστικά ζητήθηκε η έκδοση της διαταγής πληρωμής από την πιστώτρια τράπεζα δηλαδή κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ.

Αριθμός 582/2013
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Διαδικασία Τακτική
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Κομοτηνής Σ. Μ. , με την παρουσία της Γραμματέως Λ. Κ .
Συνεδρίασε, δημόσια,  στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ : Τ. Α. του ..... κατοίκου Κομοτηνής , οδός ..........., ο οποίος εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιουλία Μυλωνά.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Της Ανωνύμου Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ...............A.E.» και το διακριτικό τίτλο «................», που εδρεύει στην Αθήνα , οδός ...... κι εκπροσωπείται νόμιμα και στη δίκη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ............. .
Ο ανακόπτων με την από 19-4-2012  ανακοπή του , που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αριθμ. εκθ. κατ. 106/19-4-2012) , ζητεί να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν.
Για τη συζήτηση της ανακοπής ορίσθηκε δικάσιμος η 17-9-2012 και μετά από αναβολές η παραπάνω αναφερόμενη συνεδρίαση , κατά την οποία εμφανίσθηκαν οι διάδικοι όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Έγινε η συζήτηση της υπόθεσης και άκουσε τα όσα γράφηκαν στα πρακτικά και τις προτάσεις .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή επιδιώκεται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 71/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε με βάση τα σ’ αυτήν ιδιωτικά έγγραφα και με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 12.286,45 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. την υπό ημερ. 6-4-2012 κοινοποίηση της άνω διαταγής πληρωμής από το δικαστικό επιμελητή Δαμιανό Παρασχάκη  προς τον ανακόπτοντα  και υπ’ αριθμ. 1012Β’/20-4-2012 έκθεση επιδόσεως ανακοπής (υπό κρίση) της δικαστικής επιμελήτριας Ε. Κ.) και παραδεκτώς φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (632 παρ. 1α, 636, 584 ΚΠολΔ) κατά τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας , ενόψει της καταθέσεώς της μετά την 2α-4-2012 (Ν. 4055/2012). Πρέπει κατόπιν τούτου να εξεταστεί και περαιτέρω κατ’ ουσία.
Επειδή, λόγοι που στηρίζουν την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής , μπορεί να είναι , η άρνηση υπάρξεως του χρέους , οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο αναβλητικές ή καταλυτικές ενστάσεις καθώς και οι δικονομικές τοιούτες, οι σχετικές προς τις προϋποθέσεις εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής , δηλαδή όλες οι ενστάσεις και δη, οι καταλυτικές του τίτλου , όσο και του δια της διαταγής πληρωμής βεβαιουμένου δικαιώματος του δανειστού.
Εν προκειμένω, ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής του , ισχυρίζεται ότι, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη , καθότι, ενώ η απαίτηση της αντιδίκου του, την 17η -3-2011, ανέρχονταν στα 11.781,44 ευρώ, κατά βεβαίωση της καθ’ ης και με την κοινοποίηση της αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά τον ν. 3869/2010, την 12η-9-2011, από τον ίδιο στην ανωτέρω, οι οφειλές παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους , η υπ’ αριθμ. 71/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου αυτού , που στηρίχθηκε σε λογαριασμό που έκλεισε στις 2-12-2011, εκδόθηκε για ποσόν 12.286,45 ευρώ, όπου περιλαμβανόταν πλην του κεφαλαίου, συμβατικοί και τόκοι υπερημερίας . Με τους δεύτερο δε και τρίτο λόγο της κρινόμενης , ο ανακόπτων, ισχυρίζεται ότι, η καθ’ ης καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης, καθόσον, ήδη, από την 12-9-2011 γνώριζε (βλ. την υπ’ αριθμ. 2146/12-9-2011 έκθεση επιδόσεως δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθήνας Ε. Π.), ότι ο ανακόπτων βρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και για το λόγο αυτό είχε υποβάλλει στο παρόν δικαστήριο αίτηση ., για την υπαγωγή του στη ρύθμιση οφειλών του, κατά το ν. 3869/2010. Οι άνω λόγοι είναι νόμιμοι (αρθρ. 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, 6 ν. 3869/2010 και 281 ΑΚ) και εξεταστέοι ουσία.
Απ’ τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα έγγραφα, τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντα αλλά και της καθ’ ης η ανακοπή και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία προέκυψαν τα ακόλουθα : Με αίτηση της καθ’ ης υπό ημερομηνία 8-12-2012 εκδόθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος η υπ’ αριθμ. 71/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου αυτού, με την οποία υποχρεώθηκε ο καθ΄ου – ανακόπτων, να καταβάλει στην αιτούσα  το ποσόν

            2ο φύλλο της με αριθμ. 582/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής

των 12.286,45 ευρώ με βάση την υπό ημερομηνία 31-10-2007 σύμβαση δανείου, για το οποίο ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά στις 24-11-2011.
Την άνω διαταγή πληρωμής η καθ’ ης κοινοποίησε στον ανακόπτοντα , με επιταγή προς πληρωμή στις 6-4-2012. Ο ανακόπτων μέχρι το έτος 2010 , ήταν συνεπής  προς τις υποχρεώσεις του έναντι της δανείστριάς του , όμως από το έτος 2011 και εφεξής , λόγω οικονομικών προβλημάτων , άρχισε να καθυστερεί στην καταβολή των δόσεων του και στις 17-3-2011 ζήτησε και έλαβε από την αντίδικό του , αναλυτική κατάσταση των οφειλών του , που εκείνη την ημερομηνία , ανέρχονταν στις 11.781,44€ ευρώ. Στη συνέχεια, στις 17-8-2011, υπέβαλε στο παρόν δικαστήριο, την υπ’ αριθμ. Ε20/2011 αίτησή του, κατά την εκουσία διαδικασία και ζήτησε να υπαχθεί για ρύθμιση των οφειλών του στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Την αίτηση αυτή επέδωσε στην καθ΄ ης στις 12-9-2011 (βλ. την υπ’ αριθμ. 2146//12-9-2011 έκθεση επιδόσεως δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών, Ε. Π.). Όμως, ενώ η καθ’ ης γνώριζε ότι ο ανωτέρω έχει αιτηθεί τη ρύθμιση των οφειλών του κατά τον άνω νόμο και μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και αυτή για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής , συνέχισε να του επιβάλλει τόκους συμβατικούς και υπερημερίας (βλ. προσκομιζόμενη από την καθ’ ης κίνηση λογαριασμού ) και στις 24-11-2011 έκλεισε το λογαριασμό και προέβη στην έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής , με ποσόν, μάλιστα, διογκωμένο και μη εκκαθαρισμένο.  Η συμπεριφορά αυτή της καθ’ ης κρίνεται καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ καθότι υπερβαίνει τα όρια που τάσσουν η καλή πίστη , τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και επειδή οι προταθέντες από τον ανακόπτοντα λόγοι, προέκυψαν βάσιμοι και στην ουσία, θα πρέπει η κρινόμενη να γίνει δεκτή και να διαταχθούν τα εις το διατακτικό ειδικώς οριζόμενα.
Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος θα επιβληθούν στην καθ’ ης (176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), θα οριστούν δε ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 635  επ. ΚΠολΔ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. 71/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου αυτού .
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος στην καθ’ης η ανακοπή , ορίζει αυτά δε στο ποσόν των 100 ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κομοτηνή, στις 13 Νοεμβρίου 2013 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.

   Η Ειρηνοδίκης                                                            Η Γραμματέας


Σ.......... Μ......................                                           Λ........... Κ.................



Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Επίθεση του τέως Εισαγγελέως Ιωάννη Σακκά σε δικαστές που εκδίδουν διαταγές πληρωμής ενώ οι συμβάσεις περιέχουν άκυρους όρους


Με άρθρο που ανάρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο πρώην εισαγγελέας Ιωάννης Σακκάς καταφέρεται κατά ορισμένων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι εκδίδουν διαταγές πληρωμής υπέρ των τραπεζών.
Ολόκληρο το άρθρο του πρώην εισαγγελικού λειτουργού έχει ως εξής:
Κυνήγι δανειοληπτών από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη με ικανοποίηση παράνομου Γενικού Όρου Συναλλαγών των Τραπεζών με παράνομες και άκυρες Διαταγές Πληρωμής. Απάτη τραπεζών ενώπιον Δικαστηρίων ή υπόθαλψη τραπεζικής παρανομίας από τη Δικαιοσύνη ή και τα δύο; Το μεγάλο ερώτημα. Η ώρα ευθύνης της Δικαιοσύνης εν μέσω κρίσης και μνημονιακών μέτρων στη Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι οι τράπεζες μεταξύ των άλλων γενικών όρων συναλλαγών στην κατάρτιση δανείων με τους πελάτες τους -καταναλωτές εδώ και χρόνια έχουν συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων και τον γενικό όρο, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών.
Αυτός όμως ο όρος εκρίθη παράνομος και καταχρηστικός από το 4-3-2005 σύμφωνα με την αμετάκλητη απόφαση 430/2005 του Αρείου Πάγου (Δ Πολιτικό Τμήμα) καθώς ήρχετο σε αντίθεση με το παράγωγο ευρωπαϊκό-κοινοτικό δίκαιο (οδηγία) που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με κοινή υπουργική απόφαση (Ζ1-178/13.2.2001, ΦΕΚ Β 255./8-3-2001) και επιβάρυνε το επιτόκιο κάθε ημέρας παρανόμως στον δανειολήπτη επιπλέον με 1,3889% τόκο (βλ την απόφαση), ενώ ο νόμιμος τρόπος υπολογισμού του τόκου ήταν με βάση έτος 365 ημερών.
Όμως η αμετάκλητη απόφαση, επειδή προέρχεται μετά από συλλογική αγωγή με τη διαδικασία του Ν 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, έχει δημιουργήσει δεδικασμένο έναντι πάντων και οι Ελληνικές Τράπεζες όφειλαν να συμμορφωθούν και να αποδώσουν- επιστρέψουν τους παράνομους τοκογλυφικούς τόκους που κεφαλαιοποίησαν μαζί με τους τόκους που επέβαλαν επ’ αυτών.
Αυτή η παρανομία των τραπεζών είναι γνωστή στους Δικαστές από το 2001 τουλάχιστον.
Στις 16-4-2010 από την Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας εξεδόθη η με αριθμ. 1210/2010 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης 15 τραπεζών κατά της Ζ1-798/25-6-2008 –ΦΕΚ Β 1353/11-7-2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης με την οποία μεταξύ άλλων παρανόμων –καταχρηστικών ΓΟΣ, απαγόρευε στις τράπεζες να αναγράφουν στις δανειακές συμβάσεις και τον παραπάνω παράνομο και τοκογλυφικό όρο συναλλαγών.
Ως εκ τούτου πλέον η παραπάνω υπουργική απόφαση αποτελούσε κανόνα αναγκαστικού δικαίου και αυτό το γνώριζαν τραπεζίτες και δικαστές, οι οποίοι σε δικαστικές υποθέσεις όφειλαν να εφαρμόζουν αυτεπάγγελτα την παραπάνω αναγκαστική απαγόρευση.
Οι τράπεζες όμως συνέχιζαν το βιολί τους και στο κλείσιμο των δανειακών συμβάσεων στο οφειλόμενο δανειακό υπόλοιπο ή κατάλοιπο συμπεριλάμβαναν στην απαίτηση τους και τον παράνομο τόκο και με αιτήσεις τους έκδοσης Διαταγών Πληρωμής, όπως γίνεται πρόσφατα εν μέσω κρίσης, κατά των δανειοληπτών για να κατασχέσουν τα σπίτια τους-κατοικίες τους, παριστάνουν στους Δικαστές εγγράφως εν γνώσει τους ψευδώς, μετά τις ως άνω αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ότι το αναγραφόμενο χρηματικό ποσόν στην αίτησή τους είναι το νόμιμο και αληθές και ζητούσαν και ήδη ζητούν από τους Δικαστές να εκδοθούν Διαταγές Πληρωμής για τα συνολικά ποσά στις αιτήσεις τους που μέρος αυτών ήταν παράνομο και συνεπώς ήταν και είναι ελαττωματική η απαίτηση της τράπεζας ως μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη.
Οι Δικαστές γνώριζαν τα παραπάνω περιστατικά αυτεπαγγέλτως και σύμφωνα με το νόμο, τα άρθρα 627 περ α –β και 628 παρ 1 του ΚΠολΔ, σε τέτοιες περιπτώσεις με την περιβόητη υψηλή τους αντίληψη και ανεξαρτησία τους υποχρεούντο και μπορούσαν να απορρίπτουν τις αιτήσεις των τραπεζών για έκδοση Διαταγών Πληρωμής, αφού μπορούσαν να ζητήσουν από τις τράπεζες εξηγήσεις (δηλαδή το σύστημα δικαιοσύνης είναι ανακριτικό στο στάδιο έκδοσης διαταγής πληρωμής), και η αιτούσα την διαταγή πληρωμής τράπεζα δεν ήθελε να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του Δικαστή για την συμπλήρωση ή διόρθωση της αίτησης για το πραγματικό νόμιμο οφειλόμενο ποσόν του δανειολήπτη μετά τις δύο παραπάνω αμετάκλητες αποφάσεις που δεσμεύουν τις τράπεζες, νομικά και στα συναλλακτικά ήθη.
Η απόρριψη (κατ’ άρθρο 628 παρ/φοι 1 περ. β-2 ΚΠολΔ) σημειώνεται κάτω από την αίτηση και αναφέρεται με συντομία ο λόγος της απόρριψης.
Δηλαδή, ο Δικαστής μπορούσε να απορρίψει την Αίτηση της τράπεζας για έκδοση Διαταγής Πληρωμής με τον σύντομο λόγο, ότι από την θεώρηση του περιεχόμενου της αίτησης και της προσκομισθείσας σύμβασης δανείου, προκύπτει ότι στο συνολικό αιτούμενο ποσόν περιέχεται παράνομο ποσόν τόκου από τον ΓΟΣ (τον ανωτέρω υπολογισμού τόκου με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών), που βάσει της πάγιας νομολογίας ΑΠ 430/2004 και ΟλΣτΕ 1210/2010 κλπ εκρίθη παράνομος και το Δικαστήριο δεν νοείται να συμπεριλάβει σε εκτελεστό τίτλο παράνομα ποσά.
Αντί όμως αυτών των νομίμων ενεργειών οι Δικαστές τρέχουν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των τραπεζών ολικώς βάζοντας στο τρέξιμο και σε μπελάδες τους πολίτες-δανειολήπτες να κινδυνεύει η περιουσία τους, το σπίτι τους να κατασχεθεί και με παράνομες απαιτήσεις των τραπεζών εάν δεν προλάβουν να αντιδράσουν νομικά εντός 3 ημερών, με ανακοπή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και αίτημα προσωρινής διαταγής κατά της τράπεζας, για να αποφύγουν την παγίδα του άρθρου 926 ΚΠολΔ, της αναγκαστικής εκτέλεσης την 4η ημέρα από την επίδοση της Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή (Εκτελεστού Τίτλου).

Πηγή:  dikastis.blogspot.gr