Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημόσιο Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημόσιο Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΣτΕ Ολομ 3316/2014- Μη ανεκτή συνταγματικά η διάταξη του αρθρ. 30§5 περ. ε' Ν. 3296/2004 σχετικά με το μέτρο της δέσμευσης τραπεζικών και περιουσιακών στοιχείων από τη Διοίκηση

   Με την απόφαση 3316/2014 η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι η η διάταξη του άρθρου 30§5 περ. ε' Ν. 3296/2004 , με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στη Διοίκηση για επιβολή του μέτρου της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων αντίκειται στα άρθρα 5§1 , 17§1 και 25§1 Συνταγμ. και στο άρθρο 1 του Α' πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δεν μπορεί να προσλάβει άλλο περιεχόμενο , ώστε να καταστεί συνταγματικώς ανεκτή, με ερμηνεία της από το Δικαστή , διότι το έργο αυτό θα υπερέβαινε τα όρια της ερμηνείας και θα ισοδυναμούσε με θέσπιση νέας διάταξης , δηλ. με άσκηση νομοθετικής εξουσίας . Το ανώτατο ακυρωτικό έκρινε έκρινε ότι για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η δέσμευση το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του , άρα υφίσταται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων του και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του , ήτοι συνταγματικώς κατοχυρωμένων αγαθών. Παρόλο λοιπόν μου το μέτρο αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος , η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι ανεκτή συνταγματικά καθώς σε περιπτώσεις που με κοινό νόμο υπάρχει επέμβαση σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα θα πρέπει να διαγράφονται στο νόμο οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως με τρόπο σαφή και αντικειμενικό και θα πρέπει επίσης  η ίδια η ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.  Η εν λόγω διάταξη όμως χρησιμοποιεί αόριστες έννοιες καταλείποντας στη Διοίκηση ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και χωρίς να τίθεται περιορισμός ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που θα δεσμευτούν ούτε διευκρινίζεται η χρονική διάρκεια της δέσμευσης . Κατά συνέπεια η εν λόγω διάταξη αντίκειται στα προαναφερθέντα άρθρα του Συντάγματος αλλά και της ΕΣΔΑ .
    Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μειοψηφήσασα γνώμη σύμφωνα με την οποία , η δέσμευση συνεπάγεται μεν σοβαρή επέμβαση στα ως άνω συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά , δικαιολογείται όμως διότι χωρίς την άμεση λήψη του μέτρου αυτού η υλοποίηση των σκοπών του νόμου (πάταξη της φοροδιαφυγής, της λαθρεμπορίας κλπ), κινδυνεύει να ματαιωθεί και κατά συνέπεια το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στις προλεχθείσες διατάξεις.

Πηγή : lawdb.intrasoftnet.com (Nomos) 

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Δεν είναι νόμιμη η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων από ασφαλιστικό οργανισμό ποσών όταν η είσπραξή τους έγινε με καλή πίστη του ασφαλισμένου

  Με αφορμή τα κρούσματα που παρουσιάστηκαν προσφάτως , με την αναζήτηση ποσών από ασφαλισμένους από τους ασφαλιστικούς τους  οργανισμούς , με αιτιολογία την αχρεώστητη καταβολή αυτών και την απαίτηση επιστροφής τους , παραθέτουμε την κάτωθι απόφαση, η οποία κατά τη γνώμη μας, εστιάζει στον πυρήνα του προβλήματος που είναι η ύπαρξη δόλου ή μη στο πρόσωπο του ασφαλισμένου. Επίσης γίνεται επίκληση μιας από τις βασικότερες αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, της αρχής της χρηστής διοίκησης. 
       
ΜΔΕφΑΘ 3531/2013

Αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης - γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης- η αναζήτηση από ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αν οι παροχές έχουν μεν καταβλη­θεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των εν λόγω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξη τους σε δόλο έναντι του οργανισμού. Η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδι­κώς (ΣτΕ: 590/2010, 3322/2008 - πρβλ.και ΣτΕ: 2291/2009,154/2008,1835/2007, 3687/2005, 951/2005, 703/2004 κ.α).
 Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύ­πτουν τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη λάμβανε σύνταξη από το ΤΣΑΥ, λόγω θανάτου του συζύγου της. Με το 67574/10368/27.10.2004 πληροφοριακό έγγραφο της Διευθύ­ντριας Συντάξεων-Πρόνοιας του ΤΣΑΥ γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη ότι, μετά από έλεγχο στα στοιχεία που περιήλ­θαν στο Ταμείο από το μηχανογραφικό κέντρο της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, το καθαρό ποσό της χορηγούμενης σε αυτήν σύνταξης από 1.11.2004 θα διαμορφω­θεί σε 956,89 ευρώ(μειωμένο σε σχέση με εκείνο που ελάμβανε). Ακολούθως, με το 66260/9196/30.8.2006 έγγραφο της παρα­πάνω Διευθύντριας ζητήθηκε από την εφεσί­βλητη να επιστρέψει το ποσό των 6.007,48 ευρώ που αντιστοιχούσε σε διαφορές συντά­ξεων, το οποίο είχε λάβει αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.10.2004, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις (μέχρι 36) χωρίς επιβάρυνση τόκων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 61 του ν. 2676/1999. Ειδικότερα, της γνωστοποιήθηκε ότι, όπως προέκυψε από τον παραπάνω έλεγχο, η σύνταξη που ελάμβανε μέχρι 31.10.1998 ήταν σωστή (για 30 έτη υπηρεσίας με ποσο­στό χήρας 75% και ποσοστό μονοσυνταξιούχου 50%). Το Νοέμβριο του 1998 δόθηκε εντολή από το Ταμείο στην Εθνική Τράπεζα μέσω της οποίας καταβάλλονται οι συντά­ξεις να χορηγηθεί από 1.1.1998 αύξηση 2,5% στους συνταξιούχους που ελάμβα­ναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονοσυνταξιούχου μικρότερο του 50%. Όμως από λάθος της μηχανογράφησης της Τράπεζας η προσαύξηση αυτή χορηγήθηκε και στους συνταξιούχους που ελάμβαναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονο­συνταξιούχου 50% και άνω όπως η ίδια, οι οποίοι δεν εδικαιούντο την προσαύξηση. Οι διαφορές που προέκυψαν στις συντάξεις λόγω του παραπάνω λάθους με την  195/1.3.2006 απόφαση του ΔΣ του Ταμείου αποφασίστηκε να αναζητηθούν από τους δικαιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Κατά του παραπάνω εγγράφου η εφεσίβλητη άσκησε «προσφυγή-αγωγή» την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε ως προσφυγή στρεφόμενη παραδεκτώς κατά του παραπάνω εγγράφου αν και δεν ασκήθηκε ένσταση κατ' αυτού ενώπιον του Δ.Σ. του Ταμείου, καθόσον στο σώμα του εν λόγω εγγράφου δεν υπήρχε μνεία για τη  δυνατότητα άσκησης ένστασης κατ’ αυτού.  Ειδικότερα, με την προσφυγή η εφεσίβλητη  ζήτησε την ακύρωση του εν λογω εγγράφου  και ισχυρίστηκε ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει το παραπάνω ποσό, αφενός  λόγω της καλόπιστης είσπραξης του, αφετέρου γιατί λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την είπραξή του,  η σχετική απαίτηση ήταν καταχρηστική, προσκρούουσα στις αρχές της αναλογικότητας και της  χρηστής διοίκησης. Με την 904/2012 απόφαση (εκκαλουμένη) έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε το 66260/9196/30.8.2006 έγγραφο της διευθύντριας του Ταμείου, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιστροφή στο Ταμείο ως αχρεωστήτως εισπραχθείσα η διάφορα σύνταξης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι κατά  παράβαση της προαναφερόμενης γενικής  αρχής του ασφαλιστικού δίκαιου, καταλογίστηκαν σε βάρος της εφεσίβλητης τα ποσά  των συντάξεων που εισέπραξε κατά τα έτη 1998 έως 2001, αφού από το  χρονικό αυτό διάστημα μέχρι το χρονικό  σημείο που έγινε η αναζήτηση (2006) έχει παρέλθει διάστημα πέραν της πενταετίας,  γεγονός που συνεπάγεται απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες  σε βάρος της εφεσίβλητης. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι  έσφαλε στην κρίση της η εκκαλούμενη απόφαση και  ζητείται η εξαφάνιση της. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων πέντε έτη μετά την είσπραξη τους , δεν καθιστά παράνομη τη σχετική απόφαση, , αφού, ο χρόνος αυτός (5 έτη) υπολείπεται κατά πολύ της  20ετούς παραγραφής της αντίστοιχης αξίωσης του Ταμείου.
Επίσης προβάλλεται  ότι, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναζήτηση συνταξιοδοτικών παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα αντίκειται στις αρχές διοίκησης όταν, σωρευτικά, έχουν εισπραχθεί  καλόπιστα έχει παρέλθει μακρός χρόνος  από την είσπραξη τους και υφίσταται κίνδυνος δημιουργίας ανυπέρβλητων οικονομικών δυσχερειών από την από την επιστροφή τους, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν  στην περίπτωση της εφεσίβλητης αφού δεν  έχει παρέλθει μακρός χρόνος από την είσπραξη, ούτε αποδεικνύεται οικονομική της αδυναμία να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, ενόψει μάλιστα και του ότι δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 2676/1999, να εξοφλήσει το ποσό της οφειλής της σε 36 δόσεις, χωρίς επιβαρύνσεις .Εξάλλου, η εφεσίβλητη, με το 5.6.2013 υπόμνημα που υπέβαλε στο δικαστήριο τούτο, προβάλλει ότι λόγω της κατάστασης της υγείας της (Ca δεξιού πνεύμονα βλ. προσκομιζόμενες ιατρικές εξετάσεις -βεβαιώσεις του θεραπευτηρίου ΜΕΤROPOLITAN) βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική  κατάσταση και τυχόν επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες σε βάρος της.
Ύστερα από τα παραπάνω και, λαμβά­νοντας υπόψη ότι, από το προαναφερόμενο ποσό (6.007,48 ευρώ), η εφεσίβλητη εισέ­πραξε το αντιστοιχούν το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001, «από λάθος» του μηχανογραφικού συστήματος της Εθνι­κής Τράπεζας, όπως συνομολογεί το Ταμείο με το πιο πάνω (66260/9196/30.8.1996) έγγραφο, χωρίς η ίδια να γνωρίζει, ούτε άλλωστε μπορούσε να γνωρίζει, στοιχειο­θετείται καλή πίστη αυτής. Με το δεδο­μένο αυτό για τα ποσά των συντάξεων που εισέπραξε η εφεσίβλητη, αχρεωστήτως, το εν λόγω χρονικό διάστημα, η αναζή­τηση τους δεν είναι νόμιμη, γιατί έγινε μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αφού, αναζητήθηκαν για πρώτη φορά με το παραπάνω έγγραφο της Διευθύντριας του Ταμείου -καθόσον στο 67574/10368/27.10.2004 έγγραφο του Ταμείου δεν γίνονταν μνεία για τυχόν ποσά που είχε εισπράξει αχρεωστήτως, το ύψος η τον τρόπο καταβολής τους- και η αναζήτηση αυτή αντίκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη, στις αρχές της χρηστής διοίκησης, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και, δεν αναιρείται η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, από το ότι ο χρόνος των πέντε ετών υπολείπεται του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος του Ταμείου για αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, όπως αβάσιμα προβάλλεται, πρέπει δε να απορριφθούν, ως αβάσιμα, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση.
Πηγή : ΔιοικΔικ (Τεύχος 3, 2014) 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Απόρριψη έφεσης του ελληνικού δημοσίου κατά απόφασης που έκανε πρωτοδίκως δεκτή την προσφυγή στρατιωτικού λόγω φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής (2849/2013 Δ.Εφ. Θεσ/νικης)

     Με την παρατιθέμενη απόφαση απορρίπτεται έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου , η οποία είχε κάνει δεκτή προσφυγή στρατιωτικού με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού των 4.424,40€ ως αχρεωστήτως καταβληθέντος λόγο φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής . Η εν λόγω απόφαση απορρίπτει την έφεση διότι δυνάμει του ποσού , η απόφαση ήταν ανέκκλητη, βάζοντας τέλος στη μακροχρόνια ταλαιπωρία του προσφεύγοντος - εφεσίβλητου. 
    Ευχαριστούμε τη συνάδελφο , Ελισάβετ Ταστσίδου , δικηγόρο Θεσσαλονίκης , για την πολύτιμη συνεργασία μας. 


EM
Αριθ.απόφ. 2849/2013
 
TO ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Ε'


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις  19 Νοεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ηλίας Κοντοζαμάνης, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ., Αθανασία Σακκά- Εισηγήτρια. Μάρθα Παυλίδου, Εφέτες Δ.Δ., και με Γραμματέα την Χριστίνα Δρούτση, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την από 12-1-2011 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, που στην προκειμένη περίπτωση εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.ΟΎ. Ηράκλειας Σερρών και ήδη Δ.Ο.Υ. Α' Σερρών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.,
κατά του Σ. Τ. του Κ., κατοίκου…….., ο οποίος δεν παραστάθηκε Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά το Νόμο.      
           Η κρίση του είναι η εξής:
. 1. Επειδή νόμιμα εισάγεται η υπόθεση για συζήτηση και κρίση ύστερα από την έκδοση της 687/ 2013 αναβλητικής απόφασης. Με την κρινόμενη έφεση διώκεται η εξαφάνιση της 133/2010 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η 5896/2005 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ηράκλειας Σερρών σχετικά με την υπαγωγή σε φόρο ποσού 29.496 ευρώ που αυτός έλαβε ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή κατ' άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2954/1998 και 17 του ν. 2685/1999 κα την επιστροφή φόρου ύψους 4.424,40 ευρώ.
2.              Νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του εφεσίβλητου, ο οποίος νομίμως κλήθηκε να παραστεί όπως προκύπτει από το από 6.9.2013 αποδεικτικό της δικαστικής επιμελήτριας Άννας Τζογάνη.
3.              Επειδή, στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ 97 Α'). όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του-άρθρου 10 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α'), ορίζεται ότι: « 1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενο τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το  ποσό,  το  οποίο,  καθορίζεται  με  την πρωτόδικη  απόφαση……………………………   3. Ειδικώς, στις χρηματικού περιεχομένου
φορολογικές εν γένει διαφορές, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης. Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται για μεν τη Διοίκηση η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που ορίστηκε με την πράξη και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την Απόφαση.».
4.         Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ο εφεσίβλητος, στρατιωτικός υπάλληλος τουΥπουργείου Εθνικής Άμυνας, που υπηρέτησε το έτος 2001 στη Νάπολι τηςΙταλίας σε ελληνική αντιπροσωπεία του NATO, με τη δήλωση φορολογίαςεισοδήματος του οικονομικού έτους 2002 ( χρήση 1.1.- 31.12.2001), που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. …….. Σερρών, δήλωσε, μεταξύ άλλων, (ως εισόδημα που φορολογείται με ειδικό τρόπο το ποσό των 10.050.762 δρχ. ήδη 29.496 € , το οποίο του χορηγήθηκε ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή σύμφωνα με
                                                             2° φύλλο της 2849/2013 απόφασης


το άρθρο 135 παρ. 4 του Ν.2594/1998. Αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% κατ' άρθρο 14 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Με την παρακράτηση του φόρου κατά την είσπραξη του. Στην συνέχεια ο ως άνω υπέβαλε στην ίδια Δ.Ο.Υ. την από 30.11.2005 αίτηση, περιέχουσα δήλωση ανάκλησης κατά το μέρος που αφορούσε το πιο πάνω ποσό, με την οποία δήλωσε ότι αυτό δεν αποτελεί εισόδημα και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, καθότι του χορηγήθηκε προς κάλυψη των αυξημένων δαπανών διαβίωσης στην αλλοδαπή ( Νάπολι- Ιταλίας) και συνεπώς ότι μη νομίμως φορολογήθηκε και πρέπει να του επιστραφεί, ως αχρεωστήτως ο καταβληθείς γι" αυτό φόρος. Ο Προϊστάμενος της ως άνω Δ.Ο.Υ. με την υπ'αρ. πρωτ, 5896/2005 αρνητική απάντηση του απέρριψε την αίτηση αυτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού έτους επιπλέον δε για το λόγο ότι αυτό φορολογείται αυτοτελώς με μοναδικό συντελεστή 15%. Όμως. προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της αρνητικής απάντησης της διάδικης αρχής έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο . το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι το ποσό των 29.496 ευρώ που έλαβε ο εφεσίβλητος κατά το διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2001 ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, κατ άρθρο 135 παρ.4 του Ν.2594/1998, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, διότι δεν συγκεντρώνει τα εννοιολογικά γνωρίσματα στοιχεία του εισοδήματος και ότι μη νομίμως αυτό φορολογήθηκε, έκανε δε δεκτή την ανάκληση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του και διέταξε την επιστροφή του. φόρου .ποσού 4,424.40 ευρώ .που παρακρατήθηκε αχρεωστήτως. Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης αυτής.
5. Επειδή η διαφορά που άγεται ενώπιον του δικαστηρίου αφορά στην επιστροφή του φόρου των 4.424.40 ευρώ. η εκκαλούμενη απόφαση είναι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, ανέκκλητη ( όριο εκκλητού 5.000 ευρώ) και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη.
ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΥΤΕΣ
                         Απορρίπτει την έφεση.
                             Απαλλάσσει  το  εκκαλούν  από  τα  δικαστικά  έξοδα  του εφεσίβλητου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 18-12-2013, όπου και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στις 23-12-2013.
              Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ








Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Καταστήματα : Δέσμευση διοικητικών δικαστηρίων από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΔΕφΑθ 72/2013)

     Με την παρατιθέμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών , ως ακυρωτικού δικάζοντος, νομολογήθηκε οτι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, κατά παρέκκλιση από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 5§2 ΚΔΔ , διότι εν προκειμένω η αθώωση του ιδιοκτήτη καταστήματος από τις παραβάσεις της αγορανομικής νομοθεσίας οδηγεί στην μη επιβολή της διοικητικής κύρωσης της σφράγισης του καταστήματός του καθώς προϋπόθεση επιβολής της σφράγισης είναι η τέλεση από τον ίδιο τριών παραβάσεων της αγορανομικής νομοθεσίας.

Επειδή στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του π.δ. 180/1979 (ΦΕΚ 46Α) , όπως η περιπτ. α’ αυτής ισχύει τελικώς μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 3 του π.δ. 257/2001 (ΦΕΚ 184 Α) , ορίζεται ότι «Η Αρχή που χορηγεί την άδεια λειτουργίας των κέντρων διασκεδάσεως και καταστημάτων που αναφέρονται στην §1 του άρθρου 1 του παρόντος , καθώς και των λοιπών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος , στα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά Υγειονομικές Διατάξεις προσφέρονται οινο­πνευματώδη ποτά για άμεση εντός αυτών κατανάλωση, αφαιρεί με απόφαση της τη χορηγηθείσα άδεια και σφραγίζει το κατά­στημα για χρονικό διάστημα δέκα (10) μέχρι εξήντα (60) ημερών, εφόσον: α. Βεβαιώθηκαν από αστυνομικούς ή άλλα αρμόδια όργανα τρεις (3) συνολικά παραβάσεις, εντός έτους, των διατάξεων του άρθρου 4 του παρό­ντος, των υγειονομικών διατάξεων που καθορίζουν μέτρα προστασίας της Δημό­σιας Υγείας από θορύβους μουσικής των κέντρων διασκέδασης και των λοιπών κατα­στημάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την κοινή ησυχία, τη λειτουργία μουσικής χωρίς άδεια, την παρα­βίαση των όρων και προϋποθέσεων της κατεχόμενης άδειας λειτουργίας μουσικής και το ωράριο λειτουργίας του καταστήμα­τος ή β ...». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999) ορίζει στο άρθρο5 ότι: «1.... 2.Τα δικαστήρια δεσμεύ­ονται, επίσης, από τις αποφάσεις των πολι­τικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν, έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστι­κές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη ...». Όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 1223/2005, 1715/2003, 3161/2001 κ.ά.). Από το συνδυασμό διατά­ξεων αυτών προκύπτει ότι όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει την διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστη­ρίου, λόγω της αυτοτέλειας των διαδικασιών, υποχρεούται, όμως, να την εκτιμήσει για τη διαμόρφωση της κρίσης του.
Επειδή η κατά τα ανωτέρω προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας κέντρου διασκέδασης ή καταστήματος για δέκα έως εξήντα ημέρες δεν έχει το χαρακτήρα ποινής επιβαλλόμενης για την τέλεση ποινικού αδικήματος αλλά αποτελεί διοι­κητική κύρωση, υπαγορευόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 4454/1995, 1746/1994, 1644/1985). Εξάλ­λου, η τυχόν απαλλαγή ή αθώωση στην ποινική διαδικασία από τη βεβαιωθείσα παράβαση για αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών μπορεί να προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει τη διαφορά που γεννήθηκε από την επιβολή της κατά τα παραπάνω διοικη­τικής κύρωσης, ως λόγος που ανατρέπει την αιτιολογική βάση της κύρωσης αυτής (πρβλ ΣτΕ. 4454/1995, 1381/1995, 1212/1994). Προκειμένου να είναι τούτο δυνατό, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προκύπτει από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ότι ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας του καταστήματος απαλλάχθηκε ή αθωώθηκε από την ποινική κατηγορία για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν τα πραγματικά περιστα­τικά που συγκροτούν την  υπόσταση του ποινικού αδικήματος. Η προβολή του σχετικού λόγου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, πρέπει να γίνεται από τον κάτοχο της άδειας του καταστήματος, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης αυτού.  Επειδή, με την προσφυγή της η εφεσίβλητη εταιρία υποστήριξε, μεταξύ άλλων,  ότι μη νόμιμα διατάχθηκε η ανωτέρω σφράγιση, καθόσον για τις δύο διαπιστωθείσες παραβάσεις αθωώθηκε από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο και συνε πώς, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση της ένδικης απόφα σης, που απαιτούσε την τέλεση εντός έτους, τριών παραβάσεων από τις  αναφερόμενες στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος. Προς απόδειξη των  ισχυρισμών τους προσκόμισε  α) φωτοαντίγραφο ακριβούς αποσπάσματος της υπ' αριθ. 6562/2005 απόφασης του  Πταισματοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ομόρρυθμος εταίρος, συνδιαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ΓΜ, κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας ότι «στις 21-2-2004 και  ώρα 1.00' κατελήφθη στην οδό Α 4, ως ιδιοκτήτης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εστιατόριο, να έχει θέσει σε λειτουργία στερεοφωνικό συγκρότημα άνευ αδείας μουσικών οργάνων αρμόδιας αρχής κατά παράβαση ΑΔ 3/96….» και β) φωτοαντίγραφο ακριβούς αποσπάσματος της υπ'αριθ. 9086/2005 απόφασης του Πταισματοδικείου Αθηνών, με την οποία ο Γ.Μ. κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας ότι  «στις 21.4.2004 και ώρα 22.00 κατελήφθη  στην οδό Α. 4 ως νόμιμος εκπρόσωπος καταστήματος Αναψυκτήριο με την επωνυμία Α. να έχει θέσει σε λειτουργία  στερεοφωνικό συγκρότημα άνευ αδείας μουσικών οργάνων αρμοδίας αρχής, δηλαδή παράβαση ΑΔ 3/1996 ...».
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι όπως προκύπτει από τις πιο πάνω δύο (2) αθωωτικές αποφάσεις του ποινικού δικαστηρίου, ο ομόρρυθμος εταίρος ΓΜ οποίος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εταιρίας, (στο όνομα της οποίας και είχε εκδοθεί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ) και συνιδιοκτήτης του ένδικου καταστήματος, απαλλάχθηκε των κατηγοριών  για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν τα πραγματικά περιστατικά (θέση σε λειτουργία στερεοφωνικού συγκροτήματος χωρίς άδεια της αρμόδιας δημοτικής αρχής στις 21.2.2004 και 21.4.2004), δηλαδή βεβαιώ­νεται η ανυπαρξία των πραγματικών περι­στατικών που στοιχειοθετούν τις επίμαχες δύο παραβάσεις, το Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην μείζονα σκέψη, κρίνει ότι η εφεσίβλητη εταιρία δεν υπέπεσε στις παραβάσεις αυτές. Κατά συνέπεια, εφόσον, εξέλιπαν οι, κατ' άρθρο 2 § 2 περίπτ. α' του π.δ. 180/1979 προϋπο­θέσεις (βεβαίωση τριών παραβάσεων), για την έκδοση της ένδικης πράξης, αυτή είναι ακυρωτέα, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.


Πηγή: Διοικητική Δίκη (Τεύχος 5ο , 2013) 





Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κείμενο απόφασης 528/2013 ΔΕφΚομ. - ακυρωτικός σχηματισμός, σχετικά με την απόληψη 9μηνης άδειας ανατροφής τέκνου από μητέρα εκπαιδευτικό

Αριθμός αποφάσεως : 528/2013
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Α Κ Υ Ρ Ω Τ Ι Κ Ο Σ    Σ Χ Η Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Σ

Με μέλη τους: Σταύρο Αναστασόπουλο, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων (Δ.Δ.), Ευγενία Μυλωνοπούλου, Ιωάννη Θεμελή, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Παναγακοπούλου, δικαστική υπάλληλο
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 26 Φεβρουαρίου 2013, για να δικάσει την από 23.10.2012 αίτηση,
της Ε… Δ… του …., κατοίκου ….. (οδός ….), που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Α. Χ., τον οποίο διόρισε με το υπ' αριθ. 5902/4-2-2013 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.
Κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) …………..
Κατά τη δημόσια συζήτηση οι διάδικοι που παραστάθηκαν δήλωσαν ότι δεν θα προβούν σε προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης (άρθρο 33 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α'8), όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από την παραγρ. 4 του άρθρου 6 του ν.3900/2010 Α' 213).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή Ιωάννη Θεμελή, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων.

Μ ε τ α  τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και, α φ ο ύ
μ ε λ έ τ η σ ε τη δικογραφία και τις σχετικές διατάξεις, α π ο φ α σ ί ζ ε ι  τ α  ε ξ ή ς :
1.  Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το   νόμιμο παράβολο (1073949, 3456905 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, έτους
2012).
             2.       Επειδή,   με   την   αίτηση   αυτή   η   αιτούσα,   εκπαιδευτικός         Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κλάδου ΠΕ03 Μαθηματικών, ζητεί την               ακύρωση της υπ' αριθ.πρωτ. Φ.12.3/6915/10.9.2012 απορριπτικής απαντήσεως            του Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Καβάλας, με την οποία               εκδηλώθηκε άρνηση της Διοικήσεως να της χορηγήσει ειδική εννεάμηνη άδεια
 μετ' αποδοχών για την ανατροφή του τρίτου τέκνου της που είχε αποκτήσει  πριν από το διορισμό της.
3.    Επειδή, στο άρθρο 53 του νέου Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α' 29) ορίζονται τα ακόλουθα: «Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 1... 2. Στις μητέρες υπαλλήλους ο χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. 3. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1, ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ.2 για το ίδιο διάστημα. 4. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 δικαιούται ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα...».
4.    Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1, 2, 2357/2006), το δικαίωμα για την απόληψη της εν λόγω αδείας είναι αυτοτελές για κάθε τέκνο που δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του και, επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος γονέας αποκτήσει και άλλο τέκνο, το οποίο επίσης δεν έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του, είναι δυνατή η διαδοχική χορήγηση, σ' αυτόν της εν λόγω αδείας, δηλαδή η χορήγηση, μετά την λήξη του εννεαμήνου αδείας για την ανατροφή του πρώτου τέκνου του, της νέας εννεαμήνου αδείας για την ανατροφή του δευτέρου τέκνου του (βλ. ΣτΕ 7μελούς συνθέσεως 420/2000).
5.    Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ' αριθ.πρωτ. 98290/Δ2/29.8.2012 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΦΕΚ Γ 925/6.9.2012), η αιτούσα διορίσθηκε ως δόκιμη εκπαιδευτικός, κλάδου ΠΕ03 Μαθηματικών, στην περιοχή Β' Καβάλας της Διευθύνσεως Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Καβάλας. Εξάλλου, αυτή είναι μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων το τρίτο γεννήθηκε στις
2° φύλλο της 528/2013 αποφάσεως
 15-4-2009 και το τέταρτο στις 22.4.2010. Με την υπ' αριθ. πρωτ. 6864/7.9.2012 αίτηση προς την ανωτέρω Διεύθυνση, ζήτησε να της χορηγηθεί η προβλεπόμενη από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδάφιο β' του Υπαλληλικού Κώδικα ειδική εννεάμηνη άδεια μετ' αποδοχών για την ανατροφή του τρίτου τέκνου της. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Καβάλας, με την αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην υπ' αριθ. πρωτ. 54501/Δ2/24.4.2008 εγκύκλιο της Διοικήσεως (ΥΠΕΠΘ), ότι εφόσον η εκπαιδευτικός κατά τον χρόνο που απέκτησε το τέταρτο τέκνο της δεν είχε κάνει χρήση των διευκολύνσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 2 του ν. 3528/2007 για το τρίτο τέκνο της (μειωμένο ωράριο ή άδεια ανατροφής τέκνου εννέα μηνών) απώλεσε τις διευκολύνσεις των εν λόγω διατάξεων για το τρίτο τέκνο της. Ακολούθως, με την υπ' αριθ. πρωτ. Φ.12.3/6869/10.9.2012 απόφαση του ανωτέρω Διευθυντού χορηγήθηκε στην αιτούσα εννεάμηνη άδεια ανατροφής του τετάρτου τέκνου της.
6.    Επειδή, η απόρριψη του αιτήματος της ανωτέρω εκπαιδευτικού για απόληψη αυτοτελούς αδείας ανατροφής για το τρίτο τέκνο της με την ανωτέρω αιτιολογία δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 4η σκέψη της παρούσας, το δικαίωμα για την απόληψη της προαναφερθείσας άδειας είναι αυτοτελές για κάθε τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας, αδιαφόρως αν αυτό γεννήθηκε πριν ή μετά την ανάληψη της δημόσιας υπηρεσίας, είναι δε, επίσης, αδιάφορο το γεγονός ότι η σχετική άδεια ζητήθηκε, μετά τη γέννηση του τέταρτου τέκνου της αιτούσας, για την ανατροφή του τρίτου τέκνου της. Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βασίμως, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
7.    Επειδή, κατ' ακολουθίαν, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή. Εκτιμώντας δε το Δικαστήριο τις περιστάσεις, απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την υπ' αριθ. πρωτ. φ.12.3/6915/10.9.2012 πράξη του Διευθυντού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Καβάλας.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αιτούσα. Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης. Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Κομοτηνή στις 5-9-2013.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη στις 23.10.2013, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Εφέτη Δ.Δ. Φωτεινής Χρηστίδου, λόγω προαγωγής της Εφέτη Δ.Δ. Ευγενίας Μυλωνοπούλου.
Ο Πρόεδρος                                                                       Η Γραμματέας 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Δ.Εφετείο Κομοτηνής - Χορήγηση εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου σε μητέρα εκπαιδευτικό, έπειτα από απόρριψη του αρχικού αιτήματος από τη Διοίκηση

Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 528/2013 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής – ως ακυρωτικού δικάζοντος , έγινε δεκτή η αίτηση ακύρωσης μητέρας εκπαιδευτικού κατά απορριπτικής απόφασης της Διοίκησης, με την οποία η τελευταία απέρριπτε το αίτημα της μητέρας για απόληψη εννεάμηνης άδειας ανατροφής του τρίτου τέκνου της , με την αιτιολογία ότι, επειδή στο μεταξύ αυτή απέκτησε νέο τέκνο, δεν γίνεται να κάνει σωρευτική χρήση των δύο αδειών.
Το Δικαστήριο όμως κάνοντας ορθή ερμηνεία των διατάξεων, έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της Διοίκησης , να αναπεμφθεί η υπόθεση σε αυτήν και να χoρηγηθεί η αιτούμενη άδεια στη μητέρα εκπαιδευτικό.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε την 23-10-2013 και μόλις καθαρογραφεί θα αναρτηθεί στο blog

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν αντίκειται στο Σύνταγμα σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ

Με την υπ’ αριθμ. 2527/2013 απόφαση Ολομέλειας ΣτΕ , κρίθηκε ότι το επιβαλλόμενο με το άρθρο 31 του Ν. 3986/2011 τέλος επιτηδεύματος σε βάρος επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών καθώς και η ΠΟΛ 1167/2-8-2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών , η οποία καθορίζει τη διαδικασία επιβολής του τέλους αυτού, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα.
Ειδικότερα το ΣτΕ έκρινε ότι το τέλος επιτηδεύματος επιβλήθηκε ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και συγκεκριμένα για την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων , θεωρώντας ως δεδομένο ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω του αφορολογήτου ορίου. Η φύση δε της οικονομικής αυτής επιβάρυνσης σε βάρος των ανωτέρω προσώπων , δεν είναι τέλος, όπως δηλαδή ονομάστηκε αλλά πρόκειται ουσιαστικά για φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος .
Αρχικώς λοιπόν κρίθηκε ότι η επιβολή του ως άνω τέλους δεν αντίκειται στο άρθρο 78 του Συντάγματος, με σημαντική όμως μειοψηφήσασα  γνώμη σύμφωνα με την οποία εφόσον η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές) και δεν καθορίζεται ούτε τεκμαρτώς η βάση επιβολής του επίδικου τέλους, τότε αυτό αντίκειται στα οριζόμενα του άρθρου 78 Σ.
Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4§1 , 5 και 20§1 του Συντάγματος με σημαντική πάλι τη μειοψηφήσασα γνώμη,  η οποία έκρινε ότι η αδιάκριτη φορολογική επιβάρυνση σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες λόγω της ιδιότητάς τους αυτής και μόνον, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη συγκεκριμένα στοιχεία (εισόδημα κλπ) έτσι ώστε να συνάγεται με τρόπο πρόσφορο η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας, αντίκειται στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επίσης αναφορικά με τη μη δυνατότητα αναταποδείξεως εκ μέρους του βαρυνόμενου ότι δεν απέκτησε δηλαδή το τεκμαιρόμενο εισόδημα., αντίκειται επίσης στο άρθρο 20§1 Σ (δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας).

Τέλος, κρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ ότι η επιβολή περιορισμών, ήτοι οικονομικών επιβαρύνσεων,  στην άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ή ελεύθερου επαγγέλματος , ως εκδήλωσης του δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας (5 Σ) , δεν γίνεται εν προκειμένω υπέρμετρα ούτε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος ώστε να καθίσταται δηλαδή αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας .

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Δεν υπόκειται σε φόρο το επίδομα αλλοδαπής (ΔΕφΑθ 331/2013)

Δεδομένου ότι ήδη έχει κριθεί αντισυνταγματική η φορολόγηση του επιδόματος αλλοδαπής από το ΣτΕ (1840/2013 Ολομέλεια,  σε παλαιότερη ανάρτηση υπάρχει το πλήρες κείμενο της απόφασης), η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων είναι πλέον ξεκάθαρη ως προς το ζήτημα αυτό. Δεν υπόκειται σε φόρο το επίδομα αλλοδαπής.

Το ίδιο λοιπόν έκρινε και η σχολιαζόμενη απόφαση , σύμφωνα με την οποία, ενόψει της φύσεως και του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε το επίδομα αλλοδαπής , το οποίο ελάμβαναν μεταξύ άλλων και οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή της υπηρεσίας τους για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών , ήτοι προκειμένου να ανταποκριθούν , κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα , συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών στις οποίες αυτοί υποβάλλοντα εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται , κατά τα άρθρα 4§5 και 78§§1 και 4 του Συντάγματος , να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα . Επομένως κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν , το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14§4 του Ν. 2238/1994. 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΣτΕ 95/2013 Ολομ. - Μη χορήγηση επιδόματος 176€ στους δικαστικούς υπαλλήλους


Με την απόφαση 95/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ , κρίθηκε ότι η μη χορήγηση του επιδόματος των 176 ευρώ στους δικαστικούς υπαλλήλους δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας , ακόμη και αν αυτό χορηγήθηκε σε άλλους υπαλλήλους του Δημοσίου, καθώς αυτή η χορήγηση έγινε παράνομα και δεν νοείται ισότητα στην παρανομία.
Ειδικότερα, το επίμαχο επίδομα  χορηγήθηκε αρχικώς ως επίδομα εξομάλυνσης των μισθολογικών διαφορών για το χαμηλόμισθο προσωπικό του Δημοσίου και στη συνέχεια,  δυνάμει δικαστικών αποφάσεων οι οποίες στηρίχθηκαν στην αρχή της ισότητας , επεκτάθηκε η χορήγησή του  σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου.
 Προσφάτως όμως υπήρξε στροφή της νομολογίας , προς τη μη χορήγηση του επίδικου επιδόματος,  με την αιτιολογία ότι η χορήγησή του σε ανόμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις δεν γεννά αξίωση και σε άλλες ανόμοιες κατηγορίες να διεκδικήσουν την παροχή αυτή. 
Στην κρινόμενη περίπτωση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι  με τις αλλεπάλληλες χορηγήσεις των ειδικών παροχών ή επιδομάτων εξισώθηκαν ανόμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις ή κατηγορίες , κατά παράβαση της αρχής της ισότητας . Κατά συνέπεια η διόρθωση της παράβασης της αρχής της ισότητας , θα πρέπει να γίνει με την μη εφαρμογή της διάταξης που δημιουργεί την παρανομία. Για το λόγο αυτό λοιπόν κρίθηκε ότι πρέπει να παραληφθούν οι δικαστικοί υπάλληλοι από τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος .