Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φορολογικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φορολογικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Υποχρεωτική ενδικοφανής προσφυγή για τις φορολογικές διαφορές πριν την προσφυγή στη δικαιοσύνη

Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1209/6-9-2013, από την 1/8/2013, εφόσον ο φορολογούμενος αμφισβητεί τις πράξεις που εκδίδονται σε βάρος του από τη φορολογική αρχή , πριν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια, οφείλει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων . Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια ΔΟΥ που εξέδωσε την πράξη.
Με την ενδικοφανή προσφυγή δύναται να συνυπάρξει και αίτημα αναστολής καταβολής του αμφισβητούμενου ποσού σε ποσοστό 50% και η αρμόδια υπηρεσία οφείλει να χορηγήσει αυτήν εφόσον κρίνεται οτι η συνολική καταβολή του ποσού θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο . Απαραίτητο συνυποβαλλόμενο με την αίτηση αναστολής έγγραφο είναι υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος δια της οποίας δηλώνει τα έσοδα και τα εισοδήματα του από κάθε πηγή και σε οποιαδήποτε χώρα καθώς και την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Προβλέπονται περαιτέρω διευκρινήσεις για τα νομικά πρόσωπα και την περιουσιακή κατάσταση.
Προθεσμία άσκησης της προσφυγής είναι τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης .
Καινοτομία με τις νέες διατάξεις είναι η συνυποβολή, πέραν των εγγράφων, και ηλεκτρονικού φακέλου της υπόθεσης .
Για τη διαδικασία εξέτασης προβλέπεται ότι δύναται να κληθεί ο προσφεύγων για να εκφράσει τις απόψεις του , πριν την έκδοση απόφασης ενώ σε περίπτωση εμφάνισης νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων, ο προσφεύγων καλείται σε ακρόαση προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του επ’ αυτών.
Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της . Προβλέφθηκε ωστόσο μια μεταβατική περίοδος μέχρι την 28-2-2014 προκειμένου να εκδίδονται οι αποφάσεις εντός 120 ημερών . Η απόφαση θα πρέπει να περιέχει και την οριστική φορολογική υποχρέωση του προσφεύγοντος φορολογουμένου , το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής του. Αν με την απόφαση ακυρώνεται ολικά ή μερικά η πράξη τότε αυτή θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη . Σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας για την έκδοση απόφασης αυτή τεκμαίρεται ως αρνητική.


Με τις νέα αυτή διαδικασία σκοπείται η αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων με την επίλυση των φορολογικών διαφορών σε στάδιο προ της δικαστικής επίλυσης . Για το λόγο αυτό η διαδιακασία κινείται εντός συγκεκριμένων προθεσμιών και απαιτούνται συγκεκριμένα αποδεικτικά έγγραφα έτσι ώστε να δοθεί η σοβαρότητα που χρήζει η αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων από τη διοίκηση. Ωστόσο ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο υπάρχει το εξειδικευμένο προσωπικό που θα επιλύσει τα νομικά ζητήματα (κυρίως) που να ανακύψουν και κατά πόσο θα τηρηθούν οι σύντομες αυτές προθεσμίες. Επίσης κατά πόσο θα χορηγείται η αιτούμενη αναστολή σε περιπτώσεις που πραγματικά θα υπάρχει ανάγκη . Σε γενικές γραμμές αποτελεί μία καλή κίνηση προς την αποσυμφόρηση των διοικητικών δικαστηριακών και την είσπραξη δημοσίων εσόδων από φορολογικές παραβάσεις . 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου καθώς και παραβόλου 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΣτΕ 1619/2012)


Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1619/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 93§3 ΚΔΔ , όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010, όπου σύμφωνα με την οποία,  στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές,  ο εκκαλών οφείλει να καταβάλλει το 50% του οφειλόμενου , σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου , δασμού ή τέλους , για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης , δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος  και 6§1 της ΕΣΔΑ διότι δίνεται η δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 209Α ΚΔΔ, αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο και επιπλέον η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος .
Επίσης, με την ανωτέρω απόφαση, κρίθηκε ότι  η ρύθμιση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ, όπως και αυτό τροποποιήθηκε από τον Ν. 3900/2010 και ισχύει, για την υποχρέωση καταβολής από τον εκκαλούντα παραβόλου στις ανωτέρω διαφορές, ποσοστού 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς , επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως , δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος και στο 6§1 της ΕΣΔΑ , δηλαδή στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, γιατί η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της , ήτοι για την αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων. 

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Χρόνος έναρξης έντοκης επιστροφής του αχρεώστητου φόρου (ΣτΕ 1207/2012, 1501/2012- 7μ- Β' τμ. με παραπομπή στην Ολομέλεια)

        Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 2120/1993 , το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου , από  την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά την ομόφωνη γνώμη του τμήματος Β' του ΣτΕ , η κατά τη διάταξη αυτή έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου , κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη , είναι ασύμβατη , τόσο με τα άρθρα 4§5 και 17 του Συντάγματος όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιοκτησίας . Στην περίπτωση  φόρου που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως  και ύστερα από άσκηση προσφυγής, ακυρώνεται η οικεία καταλογιστική πράξη , κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Τμήματος, λόγω έλλειψης σχετικής ρυθμίσεως σχετικά με το προαναφερθέν ζήτημα της μη συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 3 Ν. 2120/1993 με τις υπερνομοθετικής ισχύος προαναφερθείσες διατάξεις , η ανόρθωση της βλάβης του πολίτη θα πρέπει να γίνει κατ' αρχήν με αγωγή αποζημίωσης του 105 ΕισΝΑΚ, την οποία μπορεί να σωρεύσει ο ενδιαφερόμενος με προσφυγή ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Η μειοψηφία έκρινε ότι οι τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης χωρίς να παρίσταται ανάγκη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Για το λόγο αυτό το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ.