Με την παρατιθέμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε η ισχύς απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου στην Ελλάδα και ειδικότερα αναγνωρίσθηκε η ισχύς απόφασης γερμανικού δικαστηρίου περί υιοθεσίας με βάση της διατάξεις της διμερούς ελληνογερμανικής σύμβασης της 4ης -11-1961 , σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ 185 /2014
(αριθμός έκθεσης
κατάθεσης αίτησης ΕΜ/123/2014)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Βελιάνη, Πρωτοδίκη, ο
οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα Ε.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριο του στις 24 Σεπτεμβρίου 2014 για να δικάσει την υπ' αριθμ. έκθεσης
κατάθεσης ΕΜ/123/12-6-2014 αίτηση, με αντικείμενο την αναγνώριση απόφασης:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: 1)
Χ. Ξ. του……… και της ………., κατοίκου Κομοτηνής
(οδός ……………), που παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας της δικηγόρου Ιουλίας Μυλωνά, η οποία κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση
της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα
αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 905 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των παραγράφων 1 ως 3 του ίδιου
άρθρου εφαρμόζονται και για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού
δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση, με την επιφύλαξη όσων ορίζουν
διεθνείς συμβάσεις. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 2 της από 4 Νοεμβρίου
1961 Σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της
Γερμανίας "περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων
κλπ", η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4305/1963 και άρχισε να ισχύει στις
18-9-1963, σύμφωνα με την από
20/27 Αυγούστου 1963 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών (ΦΕΚ Α' 131), σε συνδυασμό
με εκείνες των άρθρων 69 και 70 § 1 του Κανονισμού ΕΚ 44/2000, καθώς και 1 § 3
περ. β' του Κανονισμού ΕΚ 2201/2003, ο οποίος από την 1η-3-2005
αντικατέστησε τον Κανονισμό ΕΚ 1347/2000, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις
αναγνώρισης στην Ελλάδα αποφάσεων γερμανικών δικαστηρίων επί οικογενειακών
υποθέσεων, και αν ακόμη δεν είναι τελεσίδικες, που δεν υπάγονται στο πεδίο
εφαρμογής των παραπάνω Κανονισμών, όπως είναι αυτές της υιοθεσίας, τυγχάνει
εφαρμογής η παραπάνω διμερής Σύμβαση (ΜονΠρωτΘεσ 1963/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 1161/2009
ΤΝΠ Δ ΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 39476/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 42487/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Περαιτέρω, στις επόμενες διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης ορίζονται τα εξής: Στο
άρθρο 3 ότι: «Άρνησις αναγνωρίσεως επιτρέπεται μόνον: 1. Εάν αύτη αντίκειται
εις την δημοσίαν τάξιν του Κράτους εν τω οποίω γίνεται επίκλησις της αποφάσεως.
Τοιαύτη αντίθεσις υφίσταται και όταν η απόφασις αφορά δικαίωμα το οποίον καθ'
ον χρόνον εξεδόθη η απόφασις ήτο εις το Κράτος εις το οποίον γίνεται επίκλησις
της αποφάσεως και μεταξύ των αυτών διαδίκων, το αντικείμενον αποφάσεως, ήτις
κατά το Δίκαιον του Κράτους τούτου, θεωρείται οριστική ή 2. Εάν ο εναγόμενος
δεν μετέσχε της διαδικασίας (δίκης): α) Εφ' όσον η κλήσις ή η εισαγωγική της
διαδικασίας (δίκης) δικαστική πράξις δεν επεδόθη εις αυτόν, κατά το δίκαιον του
κράτους εις το οποίον εξεδόθη η απόφασις ή β) Εφ' όσον ούτος απόδειξη ότι δεν
ηδυνήθη να λάβη εγκαίρως γνώσιν της κλήσεως ή της δικαστικής πράξεως ώστε να
δυνηθή να μετάσχη της διαδικασίας (δίκης) ή 3. Εάν κατά το δίκαιον του Κράτους
εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως, τα δικαστήρια τούτου ήσαν
δυνάμει νόμου αποκλειστικώς αρμόδια ή 4. Εάν το εκδόσαν την απόφασιν
δικαστήριον ήτο αρμόδιον μόνον εκ της δωσιδικίας της περιουσίας (εκ της
υπάρξεως περιουσίας του εναγομένου εν τη περιφέρεια του και ο εναγόμενος είτε:
α) Δεν μετέσχε
της διαδικασίας (δίκης) είτε β) Πριν απάντηση επί της ουσίας εδήλωσεν ότι
μετέσχε της διαδικασίας (δίκης) μόνον ως προς την περιουσίαν
την ευρισκομένην εντός του Κράτους του εις ο εγένετο η προσφυγή δικαστηρίου.
Στο άρθρο 4 ότι: «1) Δεν επιτρέπεται άρνησις αναγνωρίσεως εκ μόνου του λόγου
ότι το έκδοσαν την απόφασιν δικαστήριον εφήρμοσε κατά τους κανόνας του ιδίου
αυτού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου νόμους διαφόρους εκείνων, οίτινες θα ήσαν
εφαρμοστέοι κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον του Κράτους εις το οποίον γίνεται
επίκλησις της αποφάσεως. 2) Επιτρέπεται εν τούτοις άρνησις αναγνωρίσεως δια τον
εν τη παραγράφω 1 αναφερόμενον λόγον εάν η απόφασις αφορά σχέσιν οικογενειακού
δικαίου, την ικανότητα δικαίου ή δικαιοπραξίας, την νόμιμον εκπροσώπησιν ή την
αφάνειαν ή την κήρυξιν του θανάτου υπηκόου του Κράτους εις το οποίον γίνεται
επίκλησις της αποφάσεως, εκτός εάν αύτη θα εδικαιολογείτο και κατ' εφαρμογήν
του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της
αποφάσεως». Τέλος, στο άρθρο 5 της ιδίας Συμβάσεως ορίζεται ότι: «1) Η εις το
εν Κράτος εκδοθείσα απόφασις της οποίας γίνεται επίχλησις εις το έτερον Κράτος
δέον να ερευνάται μόνον ως προς το εάν υφίσταται λόγος αρνήσεως εκ των
αναφερομένων εις το άρθρον 3 ή εις το άρθρον 4 παράγραφος 2. Κατ' ουδεμίαν
περίπτωσιν θα ερευνάται από απόψεως νομιμότητος (ως προς την ουσίαν). 2) Το
δικαστήριον του Κράτους εις το οποίον γίνεται επίκλησις της αποφάσεως κατά το
άρθρον 2 δεσμεύεται κατά την έρευναν της αρμοδιότητος του δικαστηρίου, το
οποίον εξέδωκε την απόφασιν εκ των πραγματικών και νομικών διαπιστώσεων του
δικαστηρίου τούτου». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει κατά τρόπο
απόλυτα σαφή η δεσμευτικότητα και το υποχρεωτικό της απόφασης που εκδόθηκε στο
ένα από τα παραπάνω συμβαλλόμενα Κράτη από τα δικαστήρια του άλλου Κράτους,
ενώπιον των οποίων επιδιώκεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής κατά τις διατάξεις
των άρθρων 6 επ. της ιδίας Συμβάσεως. Ο δε έλεγχος, ο οποίος κατ' εξαίρεση
επιτρέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 σε σχέσεις οικογενειακού ή
κληρονομικού δικαίου για την άρνηση αναγνωρίσεως αυτών
που έγιναν δεκτά με την πιο πάνω απόφαση, είναι ιδιαίτερα περιορισμένος και,
ενόψει της χρησιμοποιήσεως του όρου "επιτρέπεται", εναπόκειται στη
διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων που καλούνται να τα εφαρμόσουν, εκτιμώντας
τη συνδρομή της προϋποθέσεως της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου 4 της
προαναφερόμενης Συμβάσεως (ΑΠ 699/1990 ΝοΒ 1992.68).
Στην προκείμενη
περίπτωση, η αιτούσα με την υπό κρίση αίτηση της ζητεί, κατ' ορθή εκτίμηση του
αιτήματος της, να αναγνωρισθεί ότι έχει αποκτήσει και στην Ελλάδα ισχύ η
τελεσίδικη υπ' αριθμ. XVI 189/2002 απόφαση περί υιοθεσίας της από το …….. του
Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ της Γερμανίας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση
αρμοδίως καθ' ύλη (άρθρα 7 της παραπάνω Σύμβασης και 740 § 1 ΚΠολΔ) και κατά
τόπο (άρθρα 7 της παραπάνω Σύμβασης και 905 § 1 ΚΠολΔ) εισάγεται για να
συζητηθεί από το Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις
προαναφερόμενες διατάξεις. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την
ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα, που
προσκομίζει η αιτούσα, και τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε για άμεση
απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ. XVI 189/02 απόφασης του
Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ Γερμανίας, που τέθηκε σε ισχύ στις 2-4-2003, κατόπιν της
αίτησης του …………… του …. και της ……., που προσκομίζεται σε επικυρωμένο
αντίγραφο νόμιμα μεταφρασμένη, απαγγέλθηκε η υιοθεσία της αιτούσας, ελληνικής
ιθαγένειας, από τον προαναφερόμενο, επίσης ελληνικής ιθαγένειας, ο οποίος στις
23-1-1999 είχε τελέσει στην πόλη Λιππσταντ ή Λιππστατ της Γερμανίας γάμο με τη
μητέρα της, …….. του ………. Άλλωστε, το παραπάνω αλλοδαπό δικαστήριο είχε
δικαιοδοσία να δικάσει στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του
ελληνικού Δικαίου, αφού οι
αιτούντες είχαν κατά το χρόνο εκείνο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό
αναγνώριση απόφαση, την κατοικία και διαμονή τους στην περιφέρεια του πιο πάνω
Δικαστηρίου στη Γερμανία. Επιπλέον, σύμφωνα με το ελληνικό Δίκαιο, οι
ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο
της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή εν προκειμένω αποκλειστικώς από το
ελληνικό, αφού αμφότερα τα μέρη έχουν την ελληνική ιθαγένεια, δίκαιο, που
άλλωστε εφάρμοσε και το γερμανικό δικαστήριο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το
σκεπτικό της απόφασης, οι προϋποθέσεις συναίνεσης πληρούνται, αφού τόσο ο
υιοθετών όσο και η αιτούσα, αλλά και η μητέρα της ακούσθηκαν προσωπικά.
Άλλωστε, ειδικά ως προς το ζήτημα του επωνύμου, το γερμανικό δικαστήριο
εφάρμοσε το άρθρο 1563 του ελληνικού Αστικού Κώδικα και, συνακόλουθα, η πρώτη
αιτούσα έλαβε το επίθετο του υιοθετούντος αυτή, δηλαδή του……….. Επιπρόσθετα, τα
μέρη δε στερήθηκαν το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά συμμετοχής τους στη δίκη,
δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από το ίδιο το κείμενο της απόφασης ο μεν
υιοθετών υπέβαλε την αίτηση και όλα τα μέρη ακούσθηκαν προσωπικά από το
δικαστήριο. Ακόμη, η απόφαση που εκδόθηκε δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη
της ελληνικής κοινωνίας και την ημεδαπή δημόσια τάξη. Τέλος, όπως προκύπτει από
το προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 2814/2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα του
Δικαστηρίου αυτού, δεν έχει κατατεθεί αίτηση ούτε έχει εκδοθεί απόφαση του
Πρωτοδικείου Ροδόπης σχετική με την κρινόμενη υπόθεση. Κατόπιν τούτων, ενόψει
ότι η αιτούσα προσκόμισε τα απαιτούμενα κατ' άρθρο 9 έγγραφα και δεν υφίσταται
λόγος άρνησης της αιτούμενης αναγνώρισης κατά τα άρθρα 3 και 4 § 2 της
προαναφερόμενης ελληνογερμανικής σύμβασης, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως
ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ισχύ που
απορρέει από την υπ' αριθμ. XVI 189/02 απόφαση του Ειρηνοδικείου ΗΑΜΜ της
Γερμανίας, με την οποία απαγγέλθηκε η υιοθεσία της αιτούσας από το ……. του …..
και της …….. και έλαβε το επώνυμο του
τελευταίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ροδόπη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
Ο
ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου