Οι προσφεύγουσες
επικαλέσθηκαν το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθμ. 1 , παραπονούμενες για τη
μείωση των μισθών και συντάξεων που επέφεραν οι Ν. 3833/2010, 3845/2010 και
3847/2010, υπογραμμίζοντας οτι το δικαίωμα των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα να
εισπράττουν το μισθό τους αποτελεί μέρος της περιουσίας τους και τελεί υπό την
προστασία του ανωτέρω άρθρου . Επίσης κατά παράβαση της αρχής της
αναλογικότητας μειώθηκαν τα επιδόματα και καταργήθηκαν ο 13ος και 14ος μισθός ,
αδιακρίτως , σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα αλλά και μειώθηκε
,επίσης αδιακρίτως, η 13η και 14η σύνταξη , οι οποίες μάλιστα καταργήθηκαν για
όσους είναι κάτω των 60 ετών. Επίσης, η ΑΔΕΔΥ επικαλέστηκε και παραβίαση των
άρθρων 6§1, 8, 13, 14 και 17 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ
απέρριψε τις προσφυγές , με το σκεπτικό οτι οι περιορισμοί που εισήχθησαν με
τους προαναφερθέντες νόμους , δεν μπορούν να θεωρηθούν στέρηση περιουσίας αλλά
επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος στον σεβασμό της περιουσίας υπό την
έννοια της πρώτης φράσης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου
αριθμ. 1. Επίσης γίνεται επίκληση στο σκεπτικό της υπ' αριθμ. 668/2012 απόφασης
του ΣτΕ , σχετικά με την αιτιολόγηση αυτών των μέτρων, τα οποία κρίθηκε ότι αποτέλεσαν
μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία. Οι σκοποί αυτοί
χαρακτηρίστηκαν ως δημοσίου συμφέροντος (δημόσιας ωφέλειας) ενώ κρίθηκε ότι δεν
παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, με αποτέλεσμα να απορριφθούν ως
απαράδεκτες οι προσφυγές.