Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγορανομική Νομοθεσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγορανομική Νομοθεσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Καταστήματα : Δέσμευση διοικητικών δικαστηρίων από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΔΕφΑθ 72/2013)

     Με την παρατιθέμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών , ως ακυρωτικού δικάζοντος, νομολογήθηκε οτι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, κατά παρέκκλιση από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 5§2 ΚΔΔ , διότι εν προκειμένω η αθώωση του ιδιοκτήτη καταστήματος από τις παραβάσεις της αγορανομικής νομοθεσίας οδηγεί στην μη επιβολή της διοικητικής κύρωσης της σφράγισης του καταστήματός του καθώς προϋπόθεση επιβολής της σφράγισης είναι η τέλεση από τον ίδιο τριών παραβάσεων της αγορανομικής νομοθεσίας.

Επειδή στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του π.δ. 180/1979 (ΦΕΚ 46Α) , όπως η περιπτ. α’ αυτής ισχύει τελικώς μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 3 του π.δ. 257/2001 (ΦΕΚ 184 Α) , ορίζεται ότι «Η Αρχή που χορηγεί την άδεια λειτουργίας των κέντρων διασκεδάσεως και καταστημάτων που αναφέρονται στην §1 του άρθρου 1 του παρόντος , καθώς και των λοιπών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος , στα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά Υγειονομικές Διατάξεις προσφέρονται οινο­πνευματώδη ποτά για άμεση εντός αυτών κατανάλωση, αφαιρεί με απόφαση της τη χορηγηθείσα άδεια και σφραγίζει το κατά­στημα για χρονικό διάστημα δέκα (10) μέχρι εξήντα (60) ημερών, εφόσον: α. Βεβαιώθηκαν από αστυνομικούς ή άλλα αρμόδια όργανα τρεις (3) συνολικά παραβάσεις, εντός έτους, των διατάξεων του άρθρου 4 του παρό­ντος, των υγειονομικών διατάξεων που καθορίζουν μέτρα προστασίας της Δημό­σιας Υγείας από θορύβους μουσικής των κέντρων διασκέδασης και των λοιπών κατα­στημάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την κοινή ησυχία, τη λειτουργία μουσικής χωρίς άδεια, την παρα­βίαση των όρων και προϋποθέσεων της κατεχόμενης άδειας λειτουργίας μουσικής και το ωράριο λειτουργίας του καταστήμα­τος ή β ...». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999) ορίζει στο άρθρο5 ότι: «1.... 2.Τα δικαστήρια δεσμεύ­ονται, επίσης, από τις αποφάσεις των πολι­τικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν, έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστι­κές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη ...». Όπως έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 1223/2005, 1715/2003, 3161/2001 κ.ά.). Από το συνδυασμό διατά­ξεων αυτών προκύπτει ότι όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει την διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστη­ρίου, λόγω της αυτοτέλειας των διαδικασιών, υποχρεούται, όμως, να την εκτιμήσει για τη διαμόρφωση της κρίσης του.
Επειδή η κατά τα ανωτέρω προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας κέντρου διασκέδασης ή καταστήματος για δέκα έως εξήντα ημέρες δεν έχει το χαρακτήρα ποινής επιβαλλόμενης για την τέλεση ποινικού αδικήματος αλλά αποτελεί διοι­κητική κύρωση, υπαγορευόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 4454/1995, 1746/1994, 1644/1985). Εξάλ­λου, η τυχόν απαλλαγή ή αθώωση στην ποινική διαδικασία από τη βεβαιωθείσα παράβαση για αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών μπορεί να προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει τη διαφορά που γεννήθηκε από την επιβολή της κατά τα παραπάνω διοικη­τικής κύρωσης, ως λόγος που ανατρέπει την αιτιολογική βάση της κύρωσης αυτής (πρβλ ΣτΕ. 4454/1995, 1381/1995, 1212/1994). Προκειμένου να είναι τούτο δυνατό, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προκύπτει από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ότι ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας του καταστήματος απαλλάχθηκε ή αθωώθηκε από την ποινική κατηγορία για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν τα πραγματικά περιστα­τικά που συγκροτούν την  υπόσταση του ποινικού αδικήματος. Η προβολή του σχετικού λόγου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, πρέπει να γίνεται από τον κάτοχο της άδειας του καταστήματος, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης αυτού.  Επειδή, με την προσφυγή της η εφεσίβλητη εταιρία υποστήριξε, μεταξύ άλλων,  ότι μη νόμιμα διατάχθηκε η ανωτέρω σφράγιση, καθόσον για τις δύο διαπιστωθείσες παραβάσεις αθωώθηκε από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο και συνε πώς, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση της ένδικης απόφα σης, που απαιτούσε την τέλεση εντός έτους, τριών παραβάσεων από τις  αναφερόμενες στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος. Προς απόδειξη των  ισχυρισμών τους προσκόμισε  α) φωτοαντίγραφο ακριβούς αποσπάσματος της υπ' αριθ. 6562/2005 απόφασης του  Πταισματοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ομόρρυθμος εταίρος, συνδιαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ΓΜ, κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας ότι «στις 21-2-2004 και  ώρα 1.00' κατελήφθη στην οδό Α 4, ως ιδιοκτήτης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εστιατόριο, να έχει θέσει σε λειτουργία στερεοφωνικό συγκρότημα άνευ αδείας μουσικών οργάνων αρμόδιας αρχής κατά παράβαση ΑΔ 3/96….» και β) φωτοαντίγραφο ακριβούς αποσπάσματος της υπ'αριθ. 9086/2005 απόφασης του Πταισματοδικείου Αθηνών, με την οποία ο Γ.Μ. κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας ότι  «στις 21.4.2004 και ώρα 22.00 κατελήφθη  στην οδό Α. 4 ως νόμιμος εκπρόσωπος καταστήματος Αναψυκτήριο με την επωνυμία Α. να έχει θέσει σε λειτουργία  στερεοφωνικό συγκρότημα άνευ αδείας μουσικών οργάνων αρμοδίας αρχής, δηλαδή παράβαση ΑΔ 3/1996 ...».
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι όπως προκύπτει από τις πιο πάνω δύο (2) αθωωτικές αποφάσεις του ποινικού δικαστηρίου, ο ομόρρυθμος εταίρος ΓΜ οποίος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εταιρίας, (στο όνομα της οποίας και είχε εκδοθεί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ) και συνιδιοκτήτης του ένδικου καταστήματος, απαλλάχθηκε των κατηγοριών  για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν τα πραγματικά περιστατικά (θέση σε λειτουργία στερεοφωνικού συγκροτήματος χωρίς άδεια της αρμόδιας δημοτικής αρχής στις 21.2.2004 και 21.4.2004), δηλαδή βεβαιώ­νεται η ανυπαρξία των πραγματικών περι­στατικών που στοιχειοθετούν τις επίμαχες δύο παραβάσεις, το Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην μείζονα σκέψη, κρίνει ότι η εφεσίβλητη εταιρία δεν υπέπεσε στις παραβάσεις αυτές. Κατά συνέπεια, εφόσον, εξέλιπαν οι, κατ' άρθρο 2 § 2 περίπτ. α' του π.δ. 180/1979 προϋπο­θέσεις (βεβαίωση τριών παραβάσεων), για την έκδοση της ένδικης πράξης, αυτή είναι ακυρωτέα, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.


Πηγή: Διοικητική Δίκη (Τεύχος 5ο , 2013)