Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Νομολογία - Προστασία καταναλωτή - Καταχρηστικοί όροι σε δανειακές συμβάσεις

       Με πληθώρα δικαστικών αποφάσεων, έχει κριθεί οτι υφίστανται καταχρηστικοί όροι σε δανειακές συμβάσεις στεγαστικών (και όχι μόνο ) δανείων με συνέπεια να κρίνονται αυτοί άκυροι. Σε περιπτώσεις μάλιστα που αν οι καταναλωτές εξαιτίας των καταχρηστικών όρων, αναγκάσθηκαν να καταβάλουν επί πλέον ποσά στα τραπεζικά ιδρύματα , έπειτα από προσφυγή τους στη δικαιοσύνη, τους επιστράφηκαν τα ποσά αυτά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

       Παρατίθενται  εδώ ενδεικτικώς  ορισμένα σημεία της υπ' αριθμ. 567/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών που αναλύει ορισμένα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του νόμου περί προστασίας καταναλωτών. 

  
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 567/2010  Ειρηνοδίκης: Αγγελική Αναστασιάδου Δικηγόροι: Χρυσάνθη Παπαστάμου, Αφροδίτη Γούλα

        Σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, «Περί προστασίας των Καταναλωτών», όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το αρθρ. 10, παρ. 24 στοιχ. β` του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή. Καταναλωτής είναι και ο πελάτης πιστωτικού ιδρύματος, στην οποία αυτό, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, συνάπτει, εκτός των άλλων, συμβάσεις δανείων. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψη της, και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση, στο εθνικό δίκαιο, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων, που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο αρθρ. 3 παρ.1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται, ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται σε βάρος του καταναλωτή ανισορροπία, ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του αρθρ. 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Απέκλινε έτσι φραστικά από τη διατύπωση του αρθρ. 3 παρ. 1 της παραπάνω Οδηγίας, η οποία μιλάει για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Στενή ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη διατάραξη» θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) και κατ ακολουθία σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή, έναντι εκείνης, που πράγματι περιγράφεται στην Οδηγία. Η ανάγκη της, σύμφωνης με την Οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» να εκληφθεί διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το αρθρ. 10 παρ. 24 στοιχ. β` του ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006, Νόμος). Ενώ, εξάλλου, μετά την τελευταία τροποποίηση της παρ. 6, αντικαταστάθηκε ο όρος «διατάραξη» με την παρ. 2 του αρθρ. 2 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.07.07) με τον όρο «σημαντική διατάραξη», με συνέπεια να ανταποκρίνεται έτσι πλήρως στο κείμενο της Οδηγίας.

        Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ, που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 2741/1999 και το Ν. 3587/2007 (που προσέθεσε άλλη μια περίπτωση, που δεν ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση) απαριθμούνται ενδεικτικά και 32 περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται χωρίς άλλο καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό το στοιχεία ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, όπως και η υπό στοιχείο ε, κατά την οποία καταχρηστικοί είναι και οι όροι, που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης, χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο. Η σωρευτική, εφαρμογή από το Δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του αρθρ. 2 του ν. 2261/1994, επιβάλλεται, δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου της «σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό, να έχει αξία και χρησιμότητα, για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου.

       Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ` αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικότητας αποτελούν δείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο δέσμευσης του καταναλωτή, να μη ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης νόμιμα δικαιώματα του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο αρθρ. 6 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση, να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις σύμφωνα και με το αρθρ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, αν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Εάν δηλαδή έχει παραβιαστεί η αρχή της διαφάνειας. Τέλος, ενόψει του ότι οι διατάξεις των παρ. 6 και 7 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα του αρθρ. 281 ΑΚ, ενσωματώνουν κατ΄ ανάγκη και το πνεύμα του αρθρ. 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει, ότι η διάταξη του αρθρ. 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Από τη συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει, κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού, και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε. Επομένως Γ.Ο.Σ. που διατυπώθηκαν υπό την ισχύ του ν. 1961/1991 κρίνονται σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον υπό την ισχύ του γίνεται η χρήση αυτών (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125). Κατά την έννοια, εξάλλου, των παραπάνω διατάξεων, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, στα πλαίσια πάντοτε επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Έτσι όταν πρόκειται για γενικό όρο, που αφορά την επιφύλαξη στην ανώνυμη επιχείρηση, που λειτουργεί κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου του δικαιώματος να προβαίνει μονομερώς αυτή, διαρκούσης της ισχύος της συμβάσεως στεγαστικού δανείου, σε αύξηση επιτοκίου, που συνιστά τη βασική υποχρέωση του δανειζόμενου καταναλωτή, πρέπει να διατυπώνεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό της σύμβασης δανείου κατά τρόπο διαφανή, υπό την έννοια, ότι ο δανειζόμενος ήδη κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να δύναται, να αντιληφθεί το μέτρο της αυξήσεως και στην περίπτωση μιας αυξήσεως να μπορεί, να εκτιμήσει το σύμφωνο αυτής προς την σχετική ρήτρα, που την προβλέπει (ΑΠ 1030/2001, ο.π.). Σε περίπτωση επιφυλαχθέντος στον προμηθευτή, όπως είναι και η ανώνυμη επιχείρηση, που λειτουργεί με τους κανόνες των τραπεζικών ιδρυμάτων, δικαιώματος αναπροσδιορισμού του επιτοκίου πρέπει, να αναφέρονται κατά τρόπο ορισμένο, όσο είναι δυνατό, οι προϋποθέσεις αυτού και το δεδομένο πλαίσιο διαμόρφωσης. Από τις αρχές της καλής πίστεως συνάγεται η υποχρέωση συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. να προσφέρει στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων, που αυτός αναλαμβάνει, στο βαθμό, που από τις περιστάσεις προκύπτει, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αξιωθεί. Ο προμηθευτής ενεργεί κατά τρόπο καταχρηστικό, αν δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές αυτές. Τέτοια χαρακτηριστικά έχει ο Γ.Ο.Σ. εκείνος, που επιτρέπει στην παραπάνω ανώνυμη επιχείρηση ως προμηθευτή, να προβεί μονομερώς σε μεταβολή του επιτοκίου δανειοδότησης σε οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της συμβάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση ο αντισυμβαλλόμενος καταναλωτής παραδίνεται στην κρίση του προμηθευτή, για την ορθότητα και αναγκαιότητα της αναπροσαρμογής, χωρίς αυτός να μπορεί, να προβλέψει κάτω από ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις. Η καταχρηστικότητα τέτοιου όρου δεν αίρεται από την παρεχόμενη στον καταναλωτή δυνατότητα, να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοια δυνατότητα δεν μεταβάλλει σε τίποτε την αβεβαιότητα ενδεχομένων μελλοντικών επιβαρύνσεων του καταναλωτή. Ακόμη δε και υπό το πρίσμα του αρθρ. 371 ΑΚ, που ορίζει ότι ο προσδιορισμός της παροχής που ανατέθηκε σε ένα από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτο, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το Δικαστήριο. Όμως στην προκείμενη περίπτωση η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται, διότι υπάρχει η ειδική διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε` του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α)... ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως ή λύσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο. Ο παραπάνω νόμος αξιώνει στις καταναλωτικές σχέσεις, τα κριτήρια προσδιορισμού της παροχής του προμηθευτή να αναφέρονται στη σύμβαση. Οι Γ.Ο.Σ. περαιτέρω πρέπει να έχουν διαφάνεια και να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Αδιαφανείς δε ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις, που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/20005, ΕλλΔνη 2006.827), ενώ παράλληλα ο παραπάνω νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος και την μη αναφορά ειδικώς καθορισμένων και ευλόγων κριτηρίων (ΑΠ 296/2001, ΕλλΔνη 42.1321, 1030/2001, ΔΕΕ 11.1125- 1219/2001, ΔΕΕ 11.1128).
                 (………………………………………………………………………..)

      Περαιτέρω στις δανειστικές συμβάσεις δύο κυρίως είναι τα είδη επιτοκίων προς τους καταναλωτές, που καλούνται να επιστρέψουν τα ποσά, που δανείστηκαν σε συμφωνημένο χρόνο. Το πρώτο είδος είναι το σταθερό επιτόκιο, όπου η Τράπεζα καθορίζει το ύψος του επιτοκίου, συνεπώς και του τόκου, καθ όλη τη λειτουργία της συμβατικής σχέσεως ως ένα σταθερό ποσό. Η τράπεζα χορηγεί ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο στον καταναλωτή και τα μέρη μέσω σταθερού επιτοκίου καθορίζουν σταθερή την αντιπαροχή του δανειολήπτη για την παραχώρηση αυτή του κεφαλαίου. Ενώ ο τόκος προκύπτει ως σταθερό ετήσιο ποσοστό του δανειζομένου κεφαλαίου. Στο σταθερό επιτόκιο οι μεταπτώσεις της αγοράς χρήματος δεν τροποποιούν το ύψος του τόκου^ Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει όρος για αναπροσαρμογή, που θα προσαρμόζει την αντιπαροχή του δανειολήπτη σε μεταπτώσεις της αγοράς. Το δεύτερο είδος είναι το κυμαινόμενο επιτόκιο. Στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο η τράπεζα επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να επανακαθορίζει το ύψος της αντιπαροχής του αντισυμβαλλόμενου της. Ο δανειολήπτης καλείται να επιστρέψει στην τράπεζα το κεφάλαιο, που έλαβε, με βάση ένα επιτόκιο που δεν είναι σταθερό καθ όλη τη διάρκεια του δανείου. Ενώ η υποχρέωση του καταναλωτή εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των χρηματαγορών. Στο κυμαινόμενο επιτόκιο ο δανειολήπτης δίνει στην τράπεζα το δικαίωμα, να αναδιαμορφώνει το ύψος του επιτοκίου, όταν εκείνη θεωρεί, ότι οι μεταβλητές συνθήκες της αγοράς το επιβάλλουν. Στην περίπτωση όμως που στη δανειστική σύμβαση το επιτόκιο δεν αναφέρεται ως σταθερό, καθ΄ όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσεως, αλλά υπάρχει ρήτρα, που αναφέρει, ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιφυλάσσεται για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου, για οποιουσδήποτε λόγους αναφέρονται ή μη στη σύμβαση, αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο δεν συμφωνήθηκε σταθερό. Κατά την πολύ απλή λογική, ότι στο σταθερό επιτόκιο το πιστωτικό ίδρυμα έχει ήδη υπολογίσει το κόστος του χρήματος για όλη την χρονική διάρκεια της σχέσεως και έχει εκφράσει αυτό (επιτόκιο) σε ένα σταθερό μέγεθος εκ των προτέρων και για όλη τη χρονική διάρκεια. Ότι όμως είναι σταθερό δεν γίνεται να προβλέπεται μεταβλητό και να αλλάζει. Αν αλλάζει δεν είναι σταθερό, αλλά κυμαινόμενο.
           Με βάση την υπ` αριθ. ………. δανειακή σύμβαση, που συνάφθηκε μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου, το τελευταίο χορήγησε στους πρώτους στεγαστικό δάνειο ύψους 73.367,57 € για την αγορά κατοικίας. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει σε είκοσι πέντε (25) έτη, με το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεολυσίας με ίσες μηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη έπρεπε να καταβληθεί στις 01.01.2001, ενώ το επιτόκιο συμφωνήθηκε στο 6,50%, για το χρονικό διάστημα από την ημέρα μερικής ή ολικής καταβολής του δανείου στους οφειλέτες έως την 31.12.2000. Στο ίδιο αρθρ. δε 3 και στην παρ. γ αυτού αναφέρεται ότι «Το ………..  επιφυλάσσεται με απόφαση του Δ.Σ για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου, όταν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες της αγοράς το επιβάλλουν και πάντως μέσα στα όρια που διαμορφώνεται το μέσο επιτόκιο στεγαστικών δανείων επιλεγμένων τραπεζών, κατά το χρόνο που κρίνεται αναγκαία η αναπροσαρμογή του επιτοκίου, πλέον περιθωρίου 1% τον χρόνο». Εξ αυτού συνάγεται ότι το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο. Ο ανωτέρω όρος όμως, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από το εναγόμενο και περιλαμβανόταν στους ΓΟΣ, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ενάγοντες, κατά το μέρος που ρυθμίζει τη διαμόρφωση του επιτοκίου στη συνέχεια, το οποίο και είναι «κυμαινόμενο» είναι καταχρηστικός, σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 περ. ε και ια` του Ν. 2251/1994, διότι εμφανίζει πλήρη αοριστία. Επιτρέπει δηλαδή στον προμηθευτή/εναγόμενο, να προσδιορίζει οποιοδήποτε συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή, στην προκείμενη περίπτωση στους ενάγοντες, κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των ευλόγων και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως προς το εναγόμενο. Συνεπώς το επιτόκιο θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται στην επίδικη σύμβαση, με βάση εύλογα κριτήρια, που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για το εναγόμενο.  
           (……………………………………………………………………….)
Σύμφωνα, δε, με τον επισυναπτόμενο στο σώμα της αγωγής πίνακα, όπου απεικονίζεται αναλυτικά ο μήνας και η αντίστοιχη τοκοχρεολυτική δόση, που κατέβαλαν οι ενάγοντες, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, το ποσό που αντιστοιχούσε σε τόκους, το χρεολύσιο και το ύψος στο οποίο ανερχόταν το ανεξόφλητο κεφάλαιο αποδεικνύει ότι το συνολικό ποσό των τόκων που κατέβαλαν για το παραπάνω χρονικό διάστημα ανήλθε στο ποσό των 42.962,54 € και για τους δύο ενάγοντες. Τα στοιχεία του πίνακα αυτού εξάλλου δεν αμφισβητήθηκαν από το εναγόμενο. Από τον ίδιο πίνακα αποδεικνύεται, ότι οι ενάγοντες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα θα έπρεπε να καταβάλλουν το ποσό των 40.849,51 €. Συνεπώς οι ενάγοντες κατέβαλαν επιπλέον ποσό 2.113,03 € στο εναγόμενο. Το ποσό αυτό όμως εισέπραξε το εναγόμενο ως τόκους, χωρίς αυτοί να οφείλονται και υποχρεούται να το επιστρέψει στους ενάγοντες ισομερώς, εφόσον καταβλήθηκε αδικαιολόγητα από τους ενάγοντες με αποτέλεσμα να καταστεί αυτή πλουσιότερη κατά τούτο. Κατ` ακολουθία, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών και ενστάσεων του εναγομένου, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες κατ` ισομοιρία το ποσό των 2.113,03 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων κατ` αρθρ. 176 ΚΠολΔ.

(η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών  ΝΟΜΟΣ )
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου