Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.
1619/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου
93§3 ΚΔΔ , όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010, όπου σύμφωνα
με την οποία, στις χρηματικού
αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλλει το 50% του
οφειλόμενου , σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου , δασμού ή τέλους , για την
παραδεκτή άσκηση της έφεσης , δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του
Συντάγματος και 6§1 της ΕΣΔΑ διότι δίνεται
η δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 209Α ΚΔΔ, αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης
απόφασης, αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο και επιπλέον η
επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους
από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος .
Επίσης, με την ανωτέρω
απόφαση, κρίθηκε ότι η ρύθμιση των
παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ, όπως και αυτό τροποποιήθηκε από τον Ν. 3900/2010
και ισχύει, για την υποχρέωση καταβολής από τον εκκαλούντα παραβόλου στις ανωτέρω
διαφορές, ποσοστού 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς , επί ποινή απαραδέκτου
της εφέσεως , δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 20§1 του
Συντάγματος και στο 6§1 της ΕΣΔΑ , δηλαδή στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης
προστασίας, γιατί η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου
σκοπού της , ήτοι για την αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου