Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Πλήρες κείμενο απόφασης Ολομέλειας ΣτΕ 1840/2013 σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της αυτοτελούς φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής


Αριθμός 1840/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Χρ. Σιταρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:
του ..................., κατοίκου ........................., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο .................... (Α.Μ. ...............), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: α) ................., Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β)..................., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1324/2012 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Α.-Γ. Βώρο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3013233-5/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 284/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 467/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη προσφυγή του ιδίου κατά της 5566/31.3.2004 πράξεως του Προϊσταμένου της Γ’ ΔΟΥ Λάρισας περί απορρίψεως αιτήματός του για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, φόρου εισοδήματος ποσού 6.243,62 ευρώ, αντιστοιχούντος σε επίδομα αλλοδαπής που είχε λάβει το έτος 2002.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1324/2012 απόφαση του B' Τμήματος αυτού υπό επταμελή σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή το Τμήμα ήχθη σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (εφεξής: Κ.Φ.Ε.), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 2459/1997, κατά το μέρος που προβλέπει αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% του χορηγούμενου κατά το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή.
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος… 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…», κατά δε το άρθρο 4 του Συντάγματος «1. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι «1. Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51…», στο άρθρο 45 ότι «1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους… 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) … β) Η αποζημίωση που παρέχεται με τη μορφή εξόδων κίνησης, καθώς και η ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας, η οποία καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών» και στο άρθρο 47 ότι «1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες… 3. Ειδικά για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην αλλοδαπή του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών …, ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες του άρθρου αυτού λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό...». Ο ν. 2459/1997 (Α' 17), με το μεν άρθρο 12 παρ. 10 αντικατέστησε την τελευταία αυτή παράγραφο, προσθέτοντας ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και επαναλαμβάνοντάς την κατά τα λοιπά, αφ’ ετέρου δε, με το άρθρο 10 παρ. 10, πρόσθεσε στο άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε., ως παράγραφο 4, την εξής ρύθμιση: «Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%)...». Περαιτέρω, με τα άρθρα 5 παρ. 20 του ν. 2753/1999 (Α' 249), αρχικά, και 11 παρ. 24 του ν. 2954/2001 (Α' 255), στην συνέχεια, αντικαταστάθηκε η προαναφερθείσα περ. β του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. και, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαμορφώθηκε ως εξής: «β) Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου...», ενώ, μετά τον κρίσιμο χρόνο, με το μεν άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3790/2009 (Α' 143) ορίσθηκε ότι «Τα ποσά της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος», και, στη συνέχεια, με τα άρθρα 4 παρ. 4 και 5 παρ. 7 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καταργήθηκαν τόσο η αμέσως προηγούμενη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3790/2009, όσο και εκείνη του άρθρου 14 παράγραφος 4 του Κ.Φ.Ε. Αφ’ ετέρου, στο άρθρο 135 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 (Α' 62), ορίζεται ότι «1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις . . . 4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επίδομα καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, λαμβανομένων υπόψη των πινάκων των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κόστος ζωής στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Για τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθορισθεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Η ως άνω υπουργική απόφαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ. 6. Το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή αναπροσαρμόζεται, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής είτε της ισοτιμίας του συναλλάγματος προς το τοπικό νόμισμα ή το ευρώ είτε της αγοραστικής αξίας τούτων, με βάση επίσημα στοιχεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από το Γενικό Διευθυντή Διοικητικού ως πρόεδρο, ένα Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων και το Διευθυντή στον οποίο υπάγεται η Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, καθορίζεται το ποσοστό της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο αναπροσαρμογής του επιδόματος. ... Η Επιτροπή συνέρχεται, υποχρεωτικώς ετησίως, για εξέταση των υποβαλλόμενων από τις Πρεσβείες αιτήσεων αναπροσαρμογής του επιδόματος για τη χώρα αρμοδιότητάς τους». Εξ άλλου, ο ν. 2685/1999 «Κάλυψη δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας...» (Α' 35) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι μετακινούμενοι εκτός έδρας, με οποιαδήποτε ιδιότητα, με εντολή του Δημοσίου ... στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, για εκτέλεση υπηρεσίας, με ειδική αποστολή ... καθώς και οι τοποθετούμενοι, μετατιθέμενοι και αποσπώμενοι...» και στο άρθρο 17 ότι «1. Στα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος πρόσωπα που μεταβαίνουν με εντολή του Δημοσίου ... για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για εκπαίδευση στο εξωτερικό, μέχρι τριάντα (30) ημέρες, καταβάλλονται έξοδα μετακίνησης, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα διανυκτέρευσης. 2. Για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών καταβάλλεται στους ανωτέρω επίδομα αλλοδαπής, σε ποσοστό επί του επιδόματος αλλοδαπής του Έλληνα πρέσβη της χώρας όπου υπηρετούν, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών για τους πολιτικούς υπαλλήλους... Το ανωτέρω επίδομα ... καταβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών...».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε., κάθε παροχή καταβαλλομένη στο μισθωτό με οποιαδήποτε ονομασία, όπως επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα, η οποία κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός. Εξ άλλου, η απαρίθμηση στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. περιπτώσεων παροχών, οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται να κριθεί από τη φορολογική αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (βλ. και ΣτΕ 670/2012, 3150/1999 επταμ., 2972/2011 κ.ά.) ούτε κωλύεται ο νομοθέτης να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου Κων. Μενουδάκου και των Συμβούλων Ιω. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Φ. Ντζίμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κων. Κουσούλη και Κων. Πισπιρίγκου, όταν ο νομοθέτης προβλέπει τη χορήγηση ενός επιδόματος σε μισθωτό για την αντιμετώπιση δαπανών για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της χωρίς να συνδέει τη χορήγησή του με την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τις δαπάνες στις οποίες πράγματι ο μισθωτός υποβάλλεται, δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα η με τυπικό νόμο υπαγωγή του επιδόματος αυτού σε φορολογία εισοδήματος με εύλογο συντελεστή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το εναπομένον μετά τη φορολόγηση αυτή ποσό επιδόματος δεν παρίσταται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ανεπαρκές για την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες χορηγείται.
6. Επειδή, ενόψει της φύσεως και του σκοπού, για τον οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 135 παρ. 4 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών το προαναφερθέν επίδομα αλλοδαπής, το οποίο ελάμβαναν, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2685/1999, μεταξύ άλλων, και οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. (βλ. και την εισηγητική έκθεση επί του προαναφερθέντος άρθρου 8 του ν. 3790/2009). Το  χαρακτήρα δε αυτό του εν λόγω επιδόματος δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια δαπανών διότι οι σχετικές δαπάνες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία, την οποία ο υπάλληλος  προσφέρει ευρισκόμενος στην αλλοδαπή, και με το κόστος ζωής στη χώρα, στην οποία υπηρετεί, για το λόγο δε, άλλωστε, αυτό το ύψος του επιδόματος καθορίζεται για κάθε χώρα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 135 παρ. 5 και 6 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, με κριτήριο το υφιστάμενο κόστος ζωής. Επομένως, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν, το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. Αν και, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, που διατυπώθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το επίδικο επίδομα επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα υπήχθη με την ως άνω διάταξη σε αυτοτελή φορολόγηση με τον ευνοϊκό συντελεστή 15%  και με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως για το συνολικό ποσό αυτού, αντί της συναθροίσεώς του,  με τα λοιπά φορολογητέα εισοδήματα του μισθωτού, που θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση του εν λόγω επιδόματος.
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα εξής: «... ο [αναιρεσείων] αστυνομικός, που ... από 1.1 έως 31.12.2002 υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Τυφλίδα Γεωργίας, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στη Γ' ΔΟΥ Λάρισας δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380,33 ευρώ ... [το οποίο] αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, που έλαβε λόγω της παραμονής του στη Γεωργία για εκτέλεση υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% σύμφωνα με το ν. 2459/1997 και ... παρακρατήθηκε φόρος 6.243,62 ευρώ... Στη συνέχεια ο [αναιρεσείων] με αίτησή του προς την ως άνω ΔΟΥ ζήτησε να του επιστραφεί το παραπάνω ποσό φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για το λόγο ότι το [προαναφερθέν] επίδομα δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υποκείμενο σε φόρο με συντελεστή 15%. Η αίτηση ... απορρίφθηκε με την [επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής]...». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το ως άνω επίδομα, ενόψει των παρατεθεισών στην σκέψη 4 διατάξεων, αποτελούσε εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπέκειτο σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Η κρίση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι νόμιμη και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως βασίμως προβάλλεται και η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Λάρισας για νέα κρίση. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως και στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα  (1380) ευρώ για την παράσταση σε τρεις συζητήσεις της υποθέσεως ενώπιον του Β΄ Τμήματος και της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου του ίδιου έτους.
  Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας



Κ. Μενουδάκος                                                       Μ. Παπασαράντη

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΑΕΔ 25/2012 - Το θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για τις οφειλές του Ελληνικού Δημοσίου δεν αντίκειται στα αρθρ. 4§§1,5, 17, 20§1 και 25§1 του Συντάγματος


Με την υπ’ αριθμ. 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραπέμφθηκε στο ΑΕΔ  αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της ρυθμίσεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντίθετων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ)  και του Αρείου Πάγου (ΑΠ).
Ειδικότερα, το ΕΣ με την 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε ότι η διάταξη του προμνημονευμένου άρθρου, σχετικά με το θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, αντίκειται στα άρθρα 4§1, 20 §1 και 25§1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ισχύει και για τις οφειλές του Δημοσίου το εκάστοτε ισχύον , υψηλότερο του 6% , επιτόκιο υπερημερίας , όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και το άρθρο 15§5 του Ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αντίθετα ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθμ. 1127/2010 και 1128/2010 αποφάσεις του , είχε κρίνει ότι η προαναφερόμενη διάταξη δεν προσκρούει στα ανωτέρω άρθρα.
Τελικώς το ΑΕΔ εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 25/2012 απόφαση , με την οποία παγίωσε ουσιαστικά τη νομολογία του ως προς τη συνταγματικότητα των προνομίων του Δημοσίου , κρίνοντας ότι δεν αντίκειται αυτή στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος . Υπήρξε ωστόσο μειοψηφούσα γνώμη που έκρινε ότι η προλεχθείσα προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου , αντίκειται στα άρθρα 4§§1,5 και 17 του Συντάγματος .
Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει κατά καιρούς έντονα τα δικαστήρια της χώρας και έχουν εκδοθεί πληθώρα αντιφατικών αποφάσεων , με σημαντικότερη την στάση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που με την μέχρι πρότινος πάγια νομολογία του έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Παρόμοια ήταν και η στάση του ΕΔΔΑ, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Μεϊδάνης και Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος . Το ΣτΕ όμως ήδη με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1620/2011 απόφασή του ήδη είχε στρέψει τη νομολογία του κρίνοντας ότι για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους δεν προκαλείται παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας αλλά και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από την επίμαχη διαφοροποίηση .  Συνεπώς το ΑΕΔ με την υπ’ αριθμ 25/2012 απόφασή του επικύρωσε ουσιαστικά τη στάση των ελληνικών δικαστηρίων απέναντι στην προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου , χρησιμοποιώντας ως αιτιολογία τη σημερινή διανύουσα δημοσιονομική κρίση. 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου καθώς και παραβόλου 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΣτΕ 1619/2012)


Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1619/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 93§3 ΚΔΔ , όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010, όπου σύμφωνα με την οποία,  στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές,  ο εκκαλών οφείλει να καταβάλλει το 50% του οφειλόμενου , σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου , δασμού ή τέλους , για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης , δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος  και 6§1 της ΕΣΔΑ διότι δίνεται η δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 209Α ΚΔΔ, αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο και επιπλέον η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος .
Επίσης, με την ανωτέρω απόφαση, κρίθηκε ότι  η ρύθμιση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ, όπως και αυτό τροποποιήθηκε από τον Ν. 3900/2010 και ισχύει, για την υποχρέωση καταβολής από τον εκκαλούντα παραβόλου στις ανωτέρω διαφορές, ποσοστού 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς , επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως , δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος και στο 6§1 της ΕΣΔΑ , δηλαδή στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, γιατί η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της , ήτοι για την αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων. 

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Χρόνος έναρξης έντοκης επιστροφής του αχρεώστητου φόρου (ΣτΕ 1207/2012, 1501/2012- 7μ- Β' τμ. με παραπομπή στην Ολομέλεια)

        Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 2120/1993 , το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου , από  την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά την ομόφωνη γνώμη του τμήματος Β' του ΣτΕ , η κατά τη διάταξη αυτή έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου , κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη , είναι ασύμβατη , τόσο με τα άρθρα 4§5 και 17 του Συντάγματος όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιοκτησίας . Στην περίπτωση  φόρου που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως  και ύστερα από άσκηση προσφυγής, ακυρώνεται η οικεία καταλογιστική πράξη , κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Τμήματος, λόγω έλλειψης σχετικής ρυθμίσεως σχετικά με το προαναφερθέν ζήτημα της μη συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 3 Ν. 2120/1993 με τις υπερνομοθετικής ισχύος προαναφερθείσες διατάξεις , η ανόρθωση της βλάβης του πολίτη θα πρέπει να γίνει κατ' αρχήν με αγωγή αποζημίωσης του 105 ΕισΝΑΚ, την οποία μπορεί να σωρεύσει ο ενδιαφερόμενος με προσφυγή ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Η μειοψηφία έκρινε ότι οι τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης χωρίς να παρίσταται ανάγκη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Για το λόγο αυτό το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ. 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Δεκτή η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής λόγω προηγούμενης αίτησης για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010 (απόφαση 213/2013 Ειρηνοδικείου Κομοτηνής)


   Με την παρατιθέμενη απόφαση, έγινε δεκτή η ανακοπή οφειλέτριας κατά διαταγής πληρωμής , λόγω προγενέστερης αιτήσεώς της για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010 , με συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης και η έκδοση διαταγής πληρωμής - ακόμη και χωρίς επιταγή προς πληρωμή- να κριθεί καταχρηστική και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής . 


  Αριθμός 213/2013
           ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Τακτική Διαδικασία


      Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Κομοτηνής Σμαράγδα Μπραντζουκάκη, δυνάμει της υπ' αριθμ. 144/2012 πράξης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Ροδόπης με την παρουσία της Γραμματέως Λεμονιάς Καραολάνη.
         Συνεδρίασε, δημόσια στο ακροατήριο του, την 3η Δεκεμβρίου 2012, για να δικάσει μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ε. Π. ……… κατοίκου Κομοτηνής (οδός ……..), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευσταθία Κακοσαίου.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα……………… Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της X.Α.
Η ανακόπτουσα με την από 19.4.2012 ανακοπή της, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αρ. εκθέσεως καταθέσεως 108/20.4.2012) ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν
Για την συζήτηση της ανακοπής ορίσθηκε δικάσιμος η παραπάνω αναφερόμενη συνεδρίαση, κατά την οποία εμφανίστηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Έγινε η συζήτηση της υπόθεσης και άκουσε τα όσα γράφτηκαν στα πρακτικά και στις προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή επιδιώκεται η ακύρωση της υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε με βάση τα σε αυτήν ιδιωτικά έγγραφα και με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής, το συνολικό ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και παραδεκτώς φέρεται μπρος εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 632 παρ. 1α, 636, 584 Κ.Πολ.Δ) κατά τις διατάξεις
της τακτικής διαδικασίας. Πρέπει κατόπιν τούτων να εξεταστεί και περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
      Επειδή, λόγοι που στηρίζουν την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής μπορεί να είναι η άρνηση υπάρξεως του χρέους, οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο αναβλητικές ή καταλυτικές ενστάσεις καθώς και δικονομικές τοιούτες οι σχετικές προς τις προϋποθέσεις εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δηλαδή όλες οι ενστάσεις και δη οι καταλυτικές του τίτλου, όσο και του διά της διαταγής πληρωμής βεβαιωμένου δικαιώματος του δανειστού.
      Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ'ης, καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για το ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ, καθ'όσον γνώριζε ότι η ανακόπτουσα ευρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ύστερα από κοινοποίηση προς αυτήν της αίτησης που είχε υποβάλει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής για ρύθμιση των χρεών της κατά το ν. 3869/2010. Επί πλέον, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση, ισχυρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, καθότι, ενώ η οφειλή της την 2.9.2011 ανέρχονταν στα 7.586,91 ΕΥΡΩ, κατά βεβαίωση της καθ'ης και με την κοινοποίηση της αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά το ν. 3869/2010, οι οφειλές παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους, η υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, που στηρίχθηκε σε λογαριασμό που έκλεισε την 21.9.2011, εκδόθηκε για ποσόν 8.138,98 ΕΥΡΩ. Οι άνω λόγοι της υπό κρίση ανακοπής είναι νόμιμοι (άρθρο 281 Α.Κ, 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ και 6 ν. 3869/10) και εξεταστέοι ουσία.
Από τα νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομισθέντα έγγραφα, τους ισχυρισμούς και ομολογίες των διαδίκων, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής χρησίμων ως δικαστικών τεκμηρίων και την εν γένει συζήτησης της υπόθεσης, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με αίτηση της καθ'ης η αίτηση τράπεζας, εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η υπ'αριθμ, 72/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, με την οποία η καθ'ης υποχρεώθηκε να καταβάλει στην αιτούσα το ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ πλέον τόκων και εξόδων με βάση την από 18.3.2008 σύμβαση δανείου, την οποία (διαταγής πληρωμής) η καθ'ης κοινοποίησε στην ανακόπτουσα με την κάτωθι αυτής από 10.4.2012 επιταγή προς πληρωμή. Η ανακόπτουσα μέχρι
2° φύλλο της υπ'αριθμ. 213/13 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής
****
το έτος 2010 ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της ως προς την καταβολή των μηνιαίων της δόσεων, όμως από τότε και στο εξής, για δικούς της λόγους, άρχισε να καθυστερεί την καταβολή τους και στις 22.8.2011 κατέθεσε αίτηση στο παρόν δικαστήριο για ρύθμιση των οφειλών της κατά το ν. 3869/2010, αφού είχε λάβει την από 17.3.2011 βεβαίωση οφειλών της από την καθ'ης, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσόν των 7.586,91 ΕΥΡΩ. Την αίτηση αυτή κοινοποίησε στην καθ'ης στις 2.9.2011, με ημερομηνία δικασίμου την 9.1.2012 (βλ. υπ'αριθμ. 3684/2.9.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Κ.). Όμως, ενώ η καθ'ης γνώριζε ότι η ανωτέρω έχει αιτηθεί την ρύθμιση των οφειλών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και αυτή για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στις 17.2.2012, ενάμισυ χρόνο μετά την κοινοποίηση της αίτησης κατά το ν. 3869/10 και μάλιστα για ποσό διογκωμένο, ενώ κατά το νόμο 386/10, άρθρο 6, η τοκογονία παύει με την κοινοποίηση της αίτησης. Η συγκεκριμένη αυτή συμπεριφορά της καθ'ης κρίνεται καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ, ήτοι, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω και επειδή οι προταθέντες από την ανακόπτουσα λόγοι της ανακοπής της, προέκυψαν και βάσιμοι ουσία, θα πρέπει η κρινόμενη να γίνει δεκτή, να διαταχθούν τα εις το διατακτικό και να καταδικαστεί η καθ'ής η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας (176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως αυτά θα οριστούν στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας στην καθ'ης η ανακοπή, ορίζει δε αυτά στο ποσόν των 140 ΕΥΡΩ.
  ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κομοτηνή στις 2 Απριλίου 2013 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.



     Η Ειρηνοδίκης                                                                                H Γραμματέας
Σμαράγδα Μπραντζουκάκη                                                           Λεμονιά Καραολάνη








Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Δικαίωση εργαζόμενης και στην κατ' έφεση δίκη (απόφαση 33/2013 Μονομ. Εφ. Θράκης- πολιτικό)

     Με την υπ' αριθμ. 14/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης - διαδικασία εργατικών διαφορών (έχει αναρτηθεί παλαιότερα στο blog) , είχε δικαιωθεί εργαζόμενη που προσέφυγε στη δικαιοσύνη, κατά της εργοδότριάς της,  για την μη καταβολή δεδουλευμένων . Χαρακτηριστικό της απόφασης ήταν ότι η εργαζόμενη δικαιώθηκε παρόλο που υπέγραφε αποδείξεις εξόφλησης για ποσά τα οποία στην πραγματικότητα δεν ελάμβανε . Η εργοδότρια άσκησε έφεση στο Μονομελές Εφετείο Θράκης, το οποίο με την υπ' αριθμ. 33/2013 απόφασή του , δικαίωσε εκ νέου την εργαζόμενη , επιδικάζοντάς της τα ίδια ποσά , μεταβάλλοντας , ορθά, την πρωτόδικη απόφαση μόνο ως προς το νομιμότοκο της παράνομης υπερωρίας , το οποίο άρχεται από την επίδοση της αγωγής διότι δεν υφίσταται εν προκειμένω σχετική συμβατική δήλη ημέρα. 

       Παρατίθεται το διατακτικό της απόφασης :

ΑΡΙΘΜΟΣ 33/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ 

(............)

ΓΙΑ   ΤΟΥΣ   ΛΟΓΟΥΣ   ΑΥΤΟΥΣ
          Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10-4-2012 και με αριθ. καταθ. 20/12 έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ' αριθ. 14/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης.
Δέχεται τυπικώς και κατ' ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ' αριθ. 14/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επί της υπ' αριθ. καταθ. ΕΓ 54/10-5-2010 αγωγής.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
         Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικά είκοσι δύο χιλιάδες τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (22.425,24 €) με το νόμιμο τόκο ως εξής :
Ποσό επτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα ένα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά ( € 7.331,97), νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που κάθε επιμέρους κονδύλιο έπρεπε να καταβληθεί.
       Ποσό χίλια τετρακόσια δέκα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτά ( 1.418,40 €), νομιμοτόκως από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους 7ίου έπρεπε να είχαν καταβληθεί τα δώρα Χριστουγέννων , δηλαδή ποσό τριακόσια εξήντα επτά ευρώ ενενήντα έξι λεπτά (€ 367,96) και από την 1η Μαΐου κάθε έτους, εντός του οποίου έπρεπε να είχαν καταβληθεί τα δώρα Πάσχα, δηλαδή ποσό χιλίων πενήντα ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.050,44€).
Ποσό πέντε χιλιάδες επτακόσια σαράντα ευρώ και έντεκα λεπτά (€ 5.740,11), νομιμοτόκως από τη λήξη του έτους που έπρεπε το κάθε επιμέρους ποσό να καταβληθεί και όλα τα ποσά μέχρι την εξόφληση.
Ποσό δύο χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (€ 2.981,40), νομιμοτόκως από την πρώτη κάθε επόμενου μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία του Σαββάτου .
Ποσό εξακόσια πενήντα ευρώ και τριάντα λεπτά ( 650,30 €), νομιμότοκα από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε υπερεργασία και
       Ποσό τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων τριών ευρώ και έξι λεπτών (€ 4.303,06 ), νομιμότοκα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, και των δύο βαθμώνδικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια εκατόν πενήντα (1.150,00) ευρώ.
            Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 15 Απριλίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

     

Κρίθηκε αντισυνταγματική από το ΣτΕ η φορολόγηση του επιδόματος αλλοδαπής

    Σύμφωνα με την πολυαναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1840/2013) για το ζήτημα - που είχαμε αναφέρει σε παλαιότερη αναρτηση - της φορολόγησης με συντελεστή 15% του επιδόματος αλλοδαπής , αυτή η φορολόγηση κρίθηκε αντισυνταγματική , καθώς έρχεται  σε αντίθεση με τα άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος, διότι το επίδομα αυτό έχει χαρακτήρα αποζημιωτικό και δεν πρέπει να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.Σημειώνουμε ξανά οτι η απόφαση αυτή αποτελεί πιλότο για πολλές εκκρεμείς υποθέσεις.
      
   Προσεχώς θα δημοσιεύσουμε και το πλήρες κείμενο της απόφασης.

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η επιβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές , σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 3/2013 αποφ. Μον. Πρωτ. Χανίων

   
   Παρατίθεται το σκεπτικό της απόφασης 3/2013 Μον. Πρωτ. Χανίων , σύμφωνα με την οποία αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η επιβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές


Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της
Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές
περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφαση του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως,σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεση της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθείσυλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Άλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε
όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση.
Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου - Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία,
συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».
Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματος του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασης του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης, να προστατεύσει το εμπράγματο δικαίωμα του από την ανακριβή πρώτη εγγραφή με την οποία αμφισβητείται ολικά ή μερικά το δικαίωμα που έχει επί ενός κτηματογραφημένου ακινήτου, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση των κτηματολογικών αγωγών, είναι σύνηθες οι εναγόμενοι να συνομολογούν ή να αποδέχονται την αγωγή, αφού δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων των διαδίκων και η όποια αμφισβήτηση ανακύπτει τυπικά κατά την κτηματογράφηση εξ αφορμής πράξεων του ΟΚΧΕ. Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια Δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση. Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη Δικαιοσύνη. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα τέτοιου ύψους, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη).


 Πηγή απόφασης Nomos

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

ΕΔΑΔ: Επιδίκασε αποζημίωση σε σύζυγο αποθανούσας εγκύου



        Το ΕΔΑΔ αναγνώρισε ότι ο θάνατος εγκύου, ο οποίος προκλήθηκε από λανθασμένες ιατρικές εκτιμήσεις συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή.
 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με απόφασή [Link] του αναγνώρισε ότι ο θάνατος εγκύου στην Τουρκία, ο οποίος προκλήθηκε από λανθασμένες ιατρικές εκτιμήσεις συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή.
Ειδικότερα, η υπόθεση έφτασε ενώπιον του ΕΔΑΔ μετά από προσφυγή του Mehmet Şentürk, συζύγου της γυναίκας, ο οποίος έχοντας εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζητώντας να του επιδικαστεί αποζημίωση για ψυχική οδύνη.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το 2000, η γυναίκα, ενώ βρισκόταν στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, αισθάνθηκε έντονους πόνους και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Karşıyaka State Hospital, όπου εξετάστηκε από μαία, η οποία έκρινε ότι δε συντρέχει λόγος να ειδοποιηθεί ο εφημερεύων γυναικολόγος. Στη συνέχεια, το ζευγάρι επισκέφθηκε το νοσοκομείο İzmir State Hospital όπου εξετάστηκε εκ νέου από τη μαία χωρίς να κληθεί ο γιατρός. Όμως, με δεδομένο ότι οι πόνοι συνέχιζαν, η γυναίκα μεταφέρθηκε από το σύζυγό της στο νοσοκομείο Atatürk Training and Research Hospital, όπου της δόθηκε σχετική αγωγή. Οι πόνοι δεν υποχώρησαν και επισκέφθηκε την πανεπιστημιακή κλινική του Ege University Hospital. Στο τελευταίο νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ότι το έμβρυο ήταν νεκρό και η γυναίκα έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Το ζευγάρι καθώς δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει οικονομικά στα έξοδα μιας τέτοιας επέμβασης, ζήτησε τη μεταφορά της γυναίκας σε άλλο νοσοκομείο, κατά τη μεταφορά της όμως τελικά απεβίωσε. Μετά το τραγικό συμβάν, το υπουργείο Υγείας διενήργησε έλεγχο για την απόδοση ευθυνών. Στην πρωτοβάθμια δίκη ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, οι υπαίτιοι καταδικάστηκαν αλλά ο σύζυγος δεν έκρινε αρκούντως ικανοποιητική την καταδικαστική απόφαση και την προσέβαλε. Το 2010, το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας, το οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως έκρινε ότι τα αδικήματα έχουν παραγραφεί και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η επιδίκαση αποζημίωσης.
Ο σύζυγος προσέφυγε στο ΕΔΑΔ ζητώντας να αναγνωριστεί παραβίαση των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (αποτελεσματικά ένδικα μέσα) της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΑΔ εξετάζοντας τα στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων καθώς και το πόρισμα της έρευνας των τουρκικών αρχών, διαπίστωσε ότι πράγματι συντρέχει ποινική ευθύνη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού των ως άνω αναφερθέντων νοσοκομείων και η γυναίκα δεν έλαβε την αναγκαία ιατρική φροντίδα, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασής της. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η μη παροχή της απαραίτητης θεραπείας συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον αποδείχθηκε παραβίαση τουλάχιστον ενός άρθρου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε συντρέχει λόγος εξέτασης των υπολοίπων.
Συνεπώς, το Δικαστήριο καταδίκασε την τουρκική κυβέρνηση να καταβάλει ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη στο σύζυγο της άτυχης γυναίκας 65.000 ευρώ και 4.000 (αφαιρούμενων 850 ευρώ που έχει ήδη λάβει) για τα δικαστικά έξοδα.

Πηγή : lawnet. gr