Με αφορμή τα κρούσματα που παρουσιάστηκαν προσφάτως , με την αναζήτηση ποσών από ασφαλισμένους από τους ασφαλιστικούς τους οργανισμούς , με αιτιολογία την αχρεώστητη καταβολή αυτών και την απαίτηση επιστροφής τους , παραθέτουμε την κάτωθι απόφαση, η οποία κατά τη γνώμη μας, εστιάζει στον πυρήνα του προβλήματος που είναι η ύπαρξη δόλου ή μη στο πρόσωπο του ασφαλισμένου. Επίσης γίνεται επίκληση μιας από τις βασικότερες αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, της αρχής της χρηστής διοίκησης.
ΜΔΕφΑΘ
3531/2013
Αντίκειται
στην αρχή της χρηστής διοίκησης - γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της
κοινωνικής ασφάλισης- η αναζήτηση από ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών παροχών
μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αν οι παροχές έχουν μεν
καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις
έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των εν λόγω παροχών επιτρέπεται μόνον
εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά
την είσπραξη τους σε δόλο έναντι του οργανισμού. Η κρίση δε για τη συνδρομή του
δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΣτΕ: 590/2010, 3322/2008 - πρβλ.και
ΣτΕ: 2291/2009,154/2008,1835/2007, 3687/2005, 951/2005, 703/2004 κ.α).
Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα
ακόλουθα: Η εφεσίβλητη λάμβανε σύνταξη από το ΤΣΑΥ, λόγω θανάτου του συζύγου
της. Με το 67574/10368/27.10.2004 πληροφοριακό έγγραφο της Διευθύντριας
Συντάξεων-Πρόνοιας του ΤΣΑΥ γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη ότι, μετά από έλεγχο
στα στοιχεία που περιήλθαν στο Ταμείο από το μηχανογραφικό κέντρο της Εθνικής
Τράπεζας Ελλάδος, το καθαρό ποσό της χορηγούμενης σε αυτήν σύνταξης από
1.11.2004 θα διαμορφωθεί σε 956,89 ευρώ(μειωμένο σε σχέση με εκείνο που
ελάμβανε). Ακολούθως, με το 66260/9196/30.8.2006 έγγραφο της παραπάνω Διευθύντριας
ζητήθηκε από την εφεσίβλητη να επιστρέψει το ποσό των 6.007,48 ευρώ που
αντιστοιχούσε σε διαφορές συντάξεων, το οποίο είχε λάβει αχρεωστήτως κατά το
χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.10.2004, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις
(μέχρι 36) χωρίς επιβάρυνση τόκων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 61 του ν.
2676/1999. Ειδικότερα, της γνωστοποιήθηκε ότι, όπως προέκυψε από τον παραπάνω
έλεγχο, η σύνταξη που ελάμβανε μέχρι 31.10.1998 ήταν σωστή (για 30 έτη
υπηρεσίας με ποσοστό χήρας 75% και ποσοστό μονοσυνταξιούχου 50%). Το Νοέμβριο
του 1998 δόθηκε εντολή από το Ταμείο στην Εθνική Τράπεζα μέσω της οποίας
καταβάλλονται οι συντάξεις να χορηγηθεί από 1.1.1998 αύξηση 2,5% στους
συνταξιούχους που ελάμβαναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονοσυνταξιούχου
μικρότερο του 50%. Όμως από λάθος
της μηχανογράφησης της Τράπεζας η προσαύξηση αυτή χορηγήθηκε και στους
συνταξιούχους που ελάμβαναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονοσυνταξιούχου
50% και άνω όπως η ίδια, οι οποίοι δεν εδικαιούντο την προσαύξηση. Οι διαφορές
που προέκυψαν στις συντάξεις λόγω του παραπάνω λάθους με την 195/1.3.2006 απόφαση του ΔΣ του Ταμείου αποφασίστηκε
να αναζητηθούν από τους δικαιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Κατά του
παραπάνω εγγράφου η εφεσίβλητη άσκησε «προσφυγή-αγωγή» την οποία το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο ερμήνευσε ως προσφυγή στρεφόμενη παραδεκτώς κατά του παραπάνω εγγράφου
αν και δεν ασκήθηκε ένσταση κατ' αυτού ενώπιον του Δ.Σ. του Ταμείου, καθόσον
στο σώμα του εν λόγω εγγράφου δεν υπήρχε μνεία για τη δυνατότητα άσκησης ένστασης κατ’ αυτού. Ειδικότερα, με την προσφυγή η εφεσίβλητη ζήτησε την
ακύρωση του εν λογω εγγράφου και
ισχυρίστηκε ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει το παραπάνω ποσό, αφενός λόγω της καλόπιστης είσπραξης του, αφετέρου
γιατί λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την είπραξή του, η σχετική απαίτηση ήταν καταχρηστική,
προσκρούουσα στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης. Με την 904/2012 απόφαση
(εκκαλουμένη) έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε το 66260/9196/30.8.2006
έγγραφο της διευθύντριας του Ταμείου, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιστροφή
στο Ταμείο ως αχρεωστήτως εισπραχθείσα η διάφορα σύνταξης κατά το χρονικό
διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι κατά παράβαση της προαναφερόμενης γενικής αρχής του ασφαλιστικού δίκαιου, καταλογίστηκαν
σε βάρος της εφεσίβλητης τα ποσά των
συντάξεων που εισέπραξε κατά τα έτη 1998 έως 2001, αφού από το χρονικό αυτό διάστημα μέχρι το χρονικό σημείο που έγινε η αναζήτηση (2006) έχει παρέλθει
διάστημα πέραν της πενταετίας, γεγονός
που συνεπάγεται απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες σε βάρος της εφεσίβλητης. Ήδη, με την
κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι έσφαλε
στην κρίση της η εκκαλούμενη απόφαση και ζητείται η εξαφάνιση της. Ειδικότερα,
προβάλλεται ότι ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων πέντε
έτη μετά την είσπραξη τους , δεν καθιστά παράνομη τη σχετική απόφαση, , αφού, ο
χρόνος αυτός (5 έτη) υπολείπεται κατά πολύ της 20ετούς παραγραφής της αντίστοιχης αξίωσης του
Ταμείου.
Επίσης προβάλλεται ότι, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου
της Επικρατείας, η αναζήτηση συνταξιοδοτικών παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα
αντίκειται στις αρχές διοίκησης όταν, σωρευτικά, έχουν εισπραχθεί καλόπιστα έχει παρέλθει μακρός χρόνος από την είσπραξη τους και υφίσταται κίνδυνος
δημιουργίας ανυπέρβλητων οικονομικών δυσχερειών από την από την επιστροφή τους,
προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην περίπτωση
της εφεσίβλητης αφού δεν έχει
παρέλθει μακρός χρόνος από την είσπραξη, ούτε αποδεικνύεται οικονομική της
αδυναμία να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, ενόψει μάλιστα και του
ότι δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 2676/1999, να εξοφλήσει το ποσό της
οφειλής της σε 36 δόσεις, χωρίς επιβαρύνσεις .Εξάλλου, η εφεσίβλητη, με το
5.6.2013 υπόμνημα που υπέβαλε στο δικαστήριο τούτο, προβάλλει ότι λόγω της κατάστασης
της υγείας της (Ca
δεξιού πνεύμονα βλ. προσκομιζόμενες
ιατρικές εξετάσεις -βεβαιώσεις του θεραπευτηρίου ΜΕΤROPOLITAN) βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και τυχόν επιστροφή οποιουδήποτε
ποσού θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες σε βάρος της.
Ύστερα από τα παραπάνω και, λαμβάνοντας υπόψη
ότι, από το προαναφερόμενο ποσό (6.007,48 ευρώ), η εφεσίβλητη εισέπραξε το
αντιστοιχούν το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001, «από λάθος» του
μηχανογραφικού συστήματος της Εθνικής Τράπεζας, όπως συνομολογεί το Ταμείο με
το πιο πάνω (66260/9196/30.8.1996) έγγραφο, χωρίς η ίδια να γνωρίζει, ούτε
άλλωστε μπορούσε να γνωρίζει, στοιχειοθετείται καλή πίστη αυτής. Με το δεδομένο
αυτό για τα ποσά των συντάξεων που εισέπραξε η εφεσίβλητη, αχρεωστήτως, το εν
λόγω χρονικό διάστημα, η αναζήτηση τους δεν είναι νόμιμη, γιατί έγινε μετά την
πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αφού, αναζητήθηκαν για πρώτη φορά
με το παραπάνω έγγραφο της Διευθύντριας του Ταμείου -καθόσον στο 67574/10368/27.10.2004
έγγραφο του Ταμείου δεν γίνονταν μνεία για τυχόν ποσά που είχε εισπράξει
αχρεωστήτως, το ύψος η τον τρόπο καταβολής τους- και η αναζήτηση αυτή
αντίκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη, στις αρχές
της χρηστής διοίκησης, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και, δεν
αναιρείται η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, από το ότι ο χρόνος των πέντε ετών υπολείπεται του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος
του Ταμείου για αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, όπως αβάσιμα προβάλλεται,
πρέπει δε να απορριφθούν, ως αβάσιμα, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με την
κρινόμενη έφεση.
Πηγή : ΔιοικΔικ (Τεύχος 3, 2014)