Με την υπ' αριθμ. 407/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, απορρίφθηκε η αίτηση πιστώτριας τράπεζας με την οποία ζητούσε την έκπτωση της οφειλέτιδος από τη ρύθμιση , κάνοντας δεκτή την ένσταση της ιδίας για έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη μη τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις που ορίσθηκε με την αρχική απόφαση .
Ειρηνοδικείο Πατρών
Αριθμ. απόφ. 407/2014
……………………
Με την κρινόμενη αίτηση η
αιτούσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού
ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθής προς αυτήν και τις αναφερόμενες δύο ακόμη
πιστώτριες με την ένταξή της στις ρυθμίσεις
των άρθρων 8§2 του νόμου για μηνιαίες καταβολές ποσού 140 ευρώ επί τετραετία
και 9§2 για καταβολές επί 16 χρόνια προς διάσωση της κύριας κατοικίας της . Επίσης
ισχυρίζεται ότι η καθής οφειλέτρια καθυστερεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης της
των μηνιαίων καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 8§2 του νόμου για χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών , για το λόγο δε αυτό ζητά να κηρυχθεί η
έκπτωσή της από τη ρύθμιση , εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου.
Η αίτηση αρμόδια φέρεται
για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό , κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010) εφόσον για το παραδεκτό της κατατέθηκε
μέσα στην 4μηνη αποκλειστική προθεσμία από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης
(αρθ. 11§2 ν. 3869/2010) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αρθ.
11§§3 και 3 ν. 3869/2010, καθώς και σ’ αυτή του αρθ. 758 ΚΠολΔ , επομένως
πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα σαν να ήταν
παρόντες οι υπόλοιποι πιστωτές που μετείχαν στη ρύθμιση (αρθ. 754§2 ΚΠολΔ) , στους
οποίος επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η ένδικη αίτηση 15 ημέρες πριν τη
συζήτηση (αρθρ. 11§2 ν. 3869/2010) και οι οποίοι αν και κλητεύθηκαν για τη
σημερινή δικάσιμο δεν εμφανίστηκαν στη δίκη.
Από τα έγγραφα που
παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα
ακόλουθα : Με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού έγινε διευθέτηση των
οφειλών της αιτούσας προς τις μετέχουσες πιστώτριες με την ένταξή της στις ρυθμίσεις
των αρθ. 8§2 για καταβολές επί τετραετία και 9§2 του ν. 3869/2010 για καταβολές
επί 16 χρόνια προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της .
Ειδικότερα με την πρώτη ρύθμιση ορίστηκε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 140
ευρώ επί τέσσερα χρόνια, συμμέτρως κατανεμημένου στις μετέχουσες για την μερική
εξόφληση των αναφερομένων στην απόφαση δανειακών συμβάσεων , χρόνος δε έναρξης
των καταβολών ορίστηκε η 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση
στην καθής της απόφασης . Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 19.7.2011 και επιδόθηκε
στην καθής οφειλέτρια στις 8.11.2012 και συνεπώς , η έναρξη της υποχρέωσής της για
μηνιαίες καταβολές τοποθετείται χρονικά , σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης
, την 1η Δεκεμβρίου 2012. Πλην όμως η καθής οφειλέτρια αθέτησε την
υποχρέωσή της για μηνιαίες καταβολές και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε καμία
μηνιαία δόση προς την αιτούσα , η δε ασυνέπειά της αυτή συνεχίστηκε μέχρι και
τον Απρίλιο του 2013. Συνεπώς, εφόσον
δεν εκπλήρωσε την επιβληθείσα με την 3/2011 απόφαση υποχρέωση για μηνιαίες
καταβολές επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών διαδοχικών μηνών ,
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 11§2
του νόμου για την κήρυξη της έκπτωσής της από τη ρύθμιση.
Η καθής προβάλλει ότι η μη καταβολή των μηνιαίων δόσεων
οφείλεται στο γεγονός ότι τα εισοδήματά της από τη μηνιαία σύνταξη που λαμβάνει
είναι μικρότερα των αναμενομένων λόγω μείωσης του ποσού της . Επικαλείται
δηλαδή σοβαρό λόγο που αφορά το πρόσωπό της και συγκεκριμένα αδυναμία κάλυψης
των βασικών βιοτικών αναγκών της λόγω μείωσης του ποσού της σύνταξής της , η
οποία δεν επαρκεί , χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωσή της , για την
εκπλήρωση της επιβληθείσας με τη ρύθμιση υποχρέωσης για καταβολές . Ο ισχυρισμός της αυτός περί έλλειψης
υπαιτιότητας ως προς την αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης για καταβολές, θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να προταθεί κατά της αίτησης έκπτωσης καίτοι
στη διάταξη του αρθ. 11 του νόμου δε γίνεται λόγος για υπαιτιότητα , όπως συνάγεται
από το όλο πνεύμα του νόμου , προς αποφυγή της δυσμενούς κύρωσης της έκπτωσης όταν
συντρέχουν σοβαροί λόγοι στο πρόσωπο του οφειλέτη που καθιστούν αδύνατη την
καταβολή των δόσεων , όπως εξάλλου προβλέπεται και από τη διάταξη του αρθ. 5§2
, όπως διαμορφώθηκε με το ν. 4161/2013, που παραπέμπει στην εφαρμογή του αρθ.
11§2 (βλ. Αθ. Κρητικό , Ρύθμιση των
οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , 3η έκδοση , σ. 396 και Βενιέρη/Κατσά , Εφαρμογή του νόμου
3869/2010, έκδοση 1η σ. 350).
Στην προκειμένη περίπτωση
, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την 3/2011 απόφαση , με την οποία ρυθμίστηκαν
οι οφειλές της καθής , μοναδικό της εισόδημα αποτελούσε η προσωρινή μηνιαία
σύνταξη από τον συνταξιοδοτικό της φορέα το ΙΚΑ , ποσού τότε 390 περίπου ευρώ.
Για τον δε προσδιορισμό του ποσού των μηνιαίων δόσεων το δικαστήριο έλαβε υπόψη
του τις βασικές βιοτικές της ανάγκες , καθώς και την αναμενόμενη χορήγηση της οριστικής
σύνταξής της , το ποσό της οποία υπολογιζόταν σε 488 περίπου ευρώ. Όμως στη
συνέχεια και μετά τη ρύθμιση , λόγω της δημοσιονομικής πολιτικής μείωσης των
μισθών και συντάξεων , δεν χορηγήθηκε στην καθής το επιπλέον αναμενόμενο ποσό της
οριστικής σύνταξής της, η οποία παρέμεινε στα επίπεδα της προσωρινής και
συγκεκριμένα στο ποσό των 385 ευρώ (βλ. αντίγραφο από το βιβλιάριο καταθέσεων
του λογαριασμού της στον οποίο κατατίθεται η σύνταξη). Το ποσό όμως αυτό
είναι πολύ μικρό για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της καθής και την
εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης , που αποτελεί βασικό κριτήριο του
νόμου κατά τον ορισμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του αρθ. 8§2 του νόμου ,
η δε από μέρους της εκπλήρωση της υποχρέωσης για την καταβολή της μηνιαίας
δόσης των 140 ευρώ που ορίστηκε με την 3/2011 απόφαση θα έθετε σε σοβαρό
κίνδυνο την επιβίωση της αφού, το ποσό που της απομένει για να καλύψει τις ανάγκες
της ανέρχεται μόλις σε 245 ευρώ το μήνα. Συντρέχει συνεπώς στο πρόσωπό της σοβαρός
λόγος, που δικαιολογεί τη μη τήρηση της ρύθμισης που ορίστηκε με την 3/2011
απόφαση. Βέβαια η καθής είχε την
ευχέρεια να ζητήσει την τροποποίηση της ρύθμισης με τη μείωση του ποσού των
μηνιαίων δόσεων , κατ’ αρθ. 8§4 του νόμου και 758 ΚΠολΔ, με την οποία θα μπορούσε να αποτρέψει
την έκπτωσή της . Πλην όμως τα γεγονότα
που θα προέβαλε με την αίτηση μεταρρύθμισης, τα οποία δικαιολογούν την μείωση
των μηνιαίων καταβολών , μπορούν να προβληθούν και με σχετική ένσταση περί
έλλειψης ευθύνης καταλυτική της αίτησης έκπτωσης.
Σύμφωνα, επομένως , με τα
προλεχθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η περί έλλειψης υπαιτιότητας, ως προς τη μη
τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις , που ορίστηκε με τη ρύθμιση της 3/2011
απόφασης, ένσταση της καθής και να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η
ένδικη αίτηση έκπτωσης. Δικαστική δαπάνη σε βάρος της αιτούσας δεν επιβάλλεται
κατ’ αρθ. 746 κΠολΔ , ελλείψει σχετικού αιτήματος.
Πηγή : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , ΤΕΥΧΟΣ 1 2015, σελ. 273 επ.