Αριθμός 1840/2013
ΤΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21
Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Γ.
Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω.
Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε.
Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ.
Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ.
Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β.
Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι.
Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς
και η Πάρεδρος Χρ. Σιταρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο
26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:
του ..................., κατοίκου ........................., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο ....................
(Α.Μ. ...............), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με
τους: α) ................., Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β)..................., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του
Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1324/2012 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του
Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που
αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί
η υπ’ αριθμ. 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής
αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Α.-Γ. Βώρο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του
αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους
αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του
Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε
διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο
ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α
σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε
κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως
έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3013233-5/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η
αναίρεση της 284/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία
απερρίφθη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 467/2005 αποφάσεως του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη προσφυγή
του ιδίου κατά της 5566/31.3.2004 πράξεως του Προϊσταμένου της Γ’ ΔΟΥ Λάρισας
περί απορρίψεως αιτήματός του για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος,
φόρου εισοδήματος ποσού 6.243,62 ευρώ, αντιστοιχούντος σε επίδομα αλλοδαπής που
είχε λάβει το έτος 2002.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην
Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1324/2012 απόφαση του B'
Τμήματος αυτού υπό επταμελή σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του
Συντάγματος δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή το Τμήμα ήχθη σε κρίση περί
αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 4 του κυρωθέντος με το
άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (εφεξής:
Κ.Φ.Ε.), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 2459/1997, κατά το
μέρος που προβλέπει αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% του χορηγούμενου κατά
το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή.
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος
«1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που
καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της
περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες
αναφέρεται ο φόρος… 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής,
οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν
αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…», κατά δε το άρθρο 4 του Συντάγματος
«1. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη,
ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι «1.
Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από
κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό
προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51…», στο άρθρο 45 ότι «1. Εισόδημα
από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος
από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε
παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε
είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη
αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους… 4. Δεν
θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) … β) Η
αποζημίωση που παρέχεται με τη μορφή εξόδων κίνησης, καθώς και η ημερήσια
αποζημίωση εκτός έδρας, η οποία καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους και
υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά
με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών» και στο
άρθρο 47 ότι «1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το
ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες… 3. Ειδικά για τους υπαλλήλους που
υπηρετούν στην αλλοδαπή του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημοσίων πολιτικών
υπηρεσιών …, ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες του άρθρου αυτού
λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν
υπηρετούσαν στο εσωτερικό...». Ο ν. 2459/1997 (Α' 17), με το μεν άρθρο 12 παρ.
10 αντικατέστησε την τελευταία αυτή παράγραφο, προσθέτοντας ορισμένες
κατηγορίες υπαλλήλων και επαναλαμβάνοντάς την κατά τα λοιπά, αφ’ ετέρου δε, με
το άρθρο 10 παρ. 10, πρόσθεσε στο άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε., ως παράγραφο 4, την εξής
ρύθμιση: «Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται
στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται
στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του
καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο
εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό
(15%)...». Περαιτέρω, με τα άρθρα 5 παρ. 20 του ν. 2753/1999 (Α' 249), αρχικά,
και 11 παρ. 24 του ν. 2954/2001 (Α' 255), στην συνέχεια, αντικαταστάθηκε η
προαναφερθείσα περ. β του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. και, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο
χρόνο, διαμορφώθηκε ως εξής: «β) Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που
μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου...», ενώ, μετά τον κρίσιμο χρόνο, με το
μεν άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3790/2009 (Α' 143) ορίσθηκε ότι «Τα ποσά της
παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του
Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή απαλλάσσονται από το φόρο
εισοδήματος», και, στη συνέχεια, με τα άρθρα 4 παρ. 4 και 5 παρ. 7 του ν.
3842/2010 (Α' 58) καταργήθηκαν τόσο η αμέσως προηγούμενη διάταξη του άρθρου 8
του ν. 3790/2009, όσο και εκείνη του άρθρου 14 παράγραφος 4 του Κ.Φ.Ε. Αφ’
ετέρου, στο άρθρο 135 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που κυρώθηκε με
το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 (Α' 62), ορίζεται ότι «1. Ως αποδοχές των
υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα,
κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις . . . 4.
Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών
συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των
αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα
υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό
προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και
τη στέγαση. 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επίδομα καθορίζεται εκάστοτε
για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινή
απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών
και Οικονομικών, λαμβανομένων υπόψη των πινάκων των Ηνωμένων Εθνών και της
Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κόστος ζωής στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Για τους
λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό
επί αυτού το οποίο έχει καθορισθεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Η
ως άνω υπουργική απόφαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ. 6. Το επίδομα
υπηρεσίας στην αλλοδαπή αναπροσαρμόζεται, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής είτε
της ισοτιμίας του συναλλάγματος προς το τοπικό νόμισμα ή το ευρώ είτε της
αγοραστικής αξίας τούτων, με βάση επίσημα στοιχεία. Με κοινή απόφαση των
Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και
Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης
από το Γενικό Διευθυντή Διοικητικού ως πρόεδρο, ένα Διευθυντή Πολιτικών
Υποθέσεων και το Διευθυντή στον οποίο υπάγεται η Διεύθυνση Οικονομικών
Υπηρεσιών, καθορίζεται το ποσοστό της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο
αναπροσαρμογής του επιδόματος. ... Η Επιτροπή συνέρχεται, υποχρεωτικώς ετησίως,
για εξέταση των υποβαλλόμενων από τις Πρεσβείες αιτήσεων αναπροσαρμογής του
επιδόματος για τη χώρα αρμοδιότητάς τους». Εξ άλλου, ο ν. 2685/1999 «Κάλυψη
δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας...» (Α' 35) ορίζει
στο άρθρο 1 ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι
μετακινούμενοι εκτός έδρας, με οποιαδήποτε ιδιότητα, με εντολή του Δημοσίου ...
στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, για εκτέλεση υπηρεσίας, με ειδική αποστολή ...
καθώς και οι τοποθετούμενοι, μετατιθέμενοι και αποσπώμενοι...» και στο άρθρο 17
ότι «1. Στα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος πρόσωπα που μεταβαίνουν με
εντολή του Δημοσίου ... για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για
εκπαίδευση στο εξωτερικό, μέχρι τριάντα (30) ημέρες, καταβάλλονται έξοδα
μετακίνησης, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα διανυκτέρευσης. 2. Για χρονικό
διάστημα άνω των τριάντα ημερών καταβάλλεται στους ανωτέρω επίδομα αλλοδαπής,
σε ποσοστό επί του επιδόματος αλλοδαπής του Έλληνα πρέσβη της χώρας όπου
υπηρετούν, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών για τους πολιτικούς
υπαλλήλους... Το ανωτέρω επίδομα ... καταβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις που
χορηγείται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών...».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων
του Συντάγματος και του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε., κάθε παροχή καταβαλλομένη στο
μισθωτό με οποιαδήποτε ονομασία, όπως επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα, η οποία
κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες
αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την
ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού
και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή
ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός. Εξ άλλου, η απαρίθμηση στην παράγραφο 4 του άρθρου
45 του Κ.Φ.Ε. περιπτώσεων παροχών, οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν
θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν
είναι αποκλειστική, και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται να κριθεί από τη
φορολογική αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται
στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού,
ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της
υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (βλ. και ΣτΕ 670/2012, 3150/1999 επταμ.,
2972/2011 κ.ά.) ούτε κωλύεται ο νομοθέτης να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες
απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες. Κατά τη γνώμη, όμως,
του Προέδρου Κων. Μενουδάκου και των Συμβούλων Ιω. Μαντζουράνη, Αικ.
Χριστοφορίδου, Φ. Ντζίμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κων. Κουσούλη και Κων. Πισπιρίγκου,
όταν ο νομοθέτης προβλέπει τη χορήγηση ενός επιδόματος σε μισθωτό για την
αντιμετώπιση δαπανών για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή
της χωρίς να συνδέει τη χορήγησή του με την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών
στοιχείων για τις δαπάνες στις οποίες πράγματι ο μισθωτός υποβάλλεται, δεν
αποκλείεται από το Σύνταγμα η με τυπικό νόμο υπαγωγή του επιδόματος αυτού σε
φορολογία εισοδήματος με εύλογο συντελεστή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το
εναπομένον μετά τη φορολόγηση αυτή ποσό επιδόματος δεν παρίσταται, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας ανεπαρκές για την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες
χορηγείται.
6. Επειδή, ενόψει της φύσεως και του σκοπού, για
τον οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 135 παρ. 4 του Οργανισμού του Υπουργείου
Εξωτερικών το προαναφερθέν επίδομα αλλοδαπής, το οποίο ελάμβαναν, κατά το
κρίσιμο εν προκειμένω έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν.
2685/1999, μεταξύ άλλων, και οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν
μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική
αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να
ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του
αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε
κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται
εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4
παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος
γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. (βλ. και την εισηγητική έκθεση επί του
προαναφερθέντος άρθρου 8 του ν. 3790/2009). Το
χαρακτήρα δε αυτό του εν λόγω επιδόματος δεν αναιρεί το γεγονός ότι
παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη
διενέργεια δαπανών διότι οι σχετικές δαπάνες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα
συνδεδεμένες με την υπηρεσία, την οποία ο υπάλληλος προσφέρει ευρισκόμενος στην αλλοδαπή, και με
το κόστος ζωής στη χώρα, στην οποία υπηρετεί, για το λόγο δε, άλλωστε, αυτό το
ύψος του επιδόματος καθορίζεται για κάθε χώρα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες
διατάξεις του άρθρου 135 παρ. 5 και 6 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών,
με κριτήριο το υφιστάμενο κόστος ζωής. Επομένως, κατά παράβαση των
συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν, το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε
αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου
14 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. Αν και, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, που διατυπώθηκε στην
προηγούμενη σκέψη, το επίδικο επίδομα επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα υπήχθη με την
ως άνω διάταξη σε αυτοτελή φορολόγηση με τον ευνοϊκό συντελεστή 15% και με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως
για το συνολικό ποσό αυτού, αντί της συναθροίσεώς του, με τα λοιπά φορολογητέα εισοδήματα του
μισθωτού, που θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση του εν λόγω
επιδόματος.
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη
έγιναν δεκτά τα εξής: «... ο [αναιρεσείων] αστυνομικός, που ... από 1.1 έως
31.12.2002 υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Τυφλίδα Γεωργίας, με τη
δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στη Γ' ΔΟΥ
Λάρισας δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380,33
ευρώ ... [το οποίο] αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του
ν. 2594/1998, που έλαβε λόγω της παραμονής του στη Γεωργία για εκτέλεση
υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% σύμφωνα με
το ν. 2459/1997 και ... παρακρατήθηκε φόρος 6.243,62 ευρώ... Στη συνέχεια ο
[αναιρεσείων] με αίτησή του προς την ως άνω ΔΟΥ ζήτησε να του επιστραφεί το
παραπάνω ποσό φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για το λόγο ότι το
[προαναφερθέν] επίδομα δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υποκείμενο
σε φόρο με συντελεστή 15%. Η αίτηση ... απορρίφθηκε με την [επίδικη πράξη της
φορολογικής αρχής]...». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την
πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το ως άνω επίδομα, ενόψει των παρατεθεισών στην
σκέψη 4 διατάξεων, αποτελούσε εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπέκειτο σε
αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Η κρίση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν
είναι νόμιμη και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως βασίμως προβάλλεται και
η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται
διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο
Λάρισας για νέα κρίση. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η ως άνω κρίση του
διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να
απορριφθεί.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 284/2007 απόφαση του Διοικητικού
Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του
αναιρεσείοντος η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για
τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως και στο ποσό των χιλίων τριακοσίων
ογδόντα (1380) ευρώ για την παράσταση σε
τρεις συζητήσεις της υποθέσεως ενώπιον του Β΄ Τμήματος και της Ολομελείας του
Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2013
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου του ίδιου
έτους.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη