Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Πρώτη Απόφαση του Αρείου Πάγου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (1226/2014, Α1 Πολιτικό Τμήμα)

   Η υπ' αριθμ. 1226/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί την πρώτη απόφαση του δικαστηρίου αυτού σχετικά με το Ν.3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά) και εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εφετείου δικάζοντος. 
Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους αναίρεσης που δεν έκανε δεκτούς (σκεπτικό -αιτιολογία) και κυρίως για το λόγο αναίρεσης που δέχθηκε . 

Την υπόθεση αυτή χειρίστηκε το γραφείο μας σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο  του κ. Σαξώνη Βασίλη που εδρεύει στην Αθήνα. 

Παρατίθεται το κείμενο της απόφασης .
Αριθμός 1226/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ Γ του …………………….κατοίκου     Κομοτηνής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σαξώνη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Αυγούστου 2011 αίτηση - διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2012 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Πελεκάνος, ανέγνωσε την από 11 Φεβρουαρίου 2014 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης κατά της 6/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 Όπως   προκύπτει   από   την   6661Δ/18-10-2013   έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γεράσιμου Βαλλιανάτου, που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 11-9-2013 αίτησης   αναίρεσης   με   προσδιορισμό   της   προαναφερόμενης δικασίμου (17ης/2/2014) για τη συζήτηση της και με κλήση προς την τελευταία να λάβει μέρος σ' αυτή. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης και την εκφώνηση της από το οικείο πινάκιο η αναιρεσίβλητη   δεν  παραστάθηκε,   ούτε  εκπροσωπήθηκε  από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, η υπόθεση συζητείται παρά την απουσία της, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά   των   αποφάσεων  των   ειρηνοδικείων,   καθώς   και   των  αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται μετά από έφεση κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς... Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ' αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης ή ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (σε μη ειρηνοδικειακές υποθέσεις), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1662/2010, ΑΠ 208/2011). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου , η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α' εδ. 1 του ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές ... το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητουμένων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και την απαλλαγή του οφειλέτη.
Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Κατά την παρ. 3 αυτού, ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, (οφείλει) να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας ... Κατά δε την παρ. 4 αυτού, με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε έναν μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Ενώ, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, σε περιπτώσεις, που, εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ιδίας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.
Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος.      Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων, δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη.  Ακόμη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8, επιφέρει, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη ' και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματα του για την εξυπηρέτηση τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλές και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, προκύπτουν τα ακόλουθα : Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται κατά βάση με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 επί τέσσερα έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμού του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού ) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, όπως είναι η ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών (και όχι των κανονικών και συνήθων) βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλες με ανάλογη τουλάχιστον βαρύτητα, εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρο 8, οπότε το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει μηνιαίες χρηματικές καταβολές μικρού ύψους ή μηδενικές και ορίζει νέα δικάσιμο σε χρόνο απώτερο των πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του, για να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί   κατά   τη   νέα   δικάσιμο  το   τελικό  ποσό   των  μηνιαίων καταβολών για ολόκληρη την τετραετία. Η δε σχετική διαγραφή του ρυθμιζόμενου χρέους (με επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 9) επέρχεται μετά από κανονική τήρηση της σχετικής ρύθμισης και με τη λήξη της τετραετίας, άσχετα αν οι αντίστοιχες καταβολές οριστικοποιήθηκαν εξαρχής ή μεταγενέστερα ή είναι μικρού ύψους ή μηδενικές. Για την ικανοποίηση του ίδιου χρέους του οφειλέτη και εφόσον ζητηθεί από αυτόν (ως τρόπος εκκαθάρισης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του), ενεργοποιείται (σωρευτικά) και η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 για την εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου της ιδιοκτησίας του οφειλέτη, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του και η αξία του δεν υπερβαίνει το τασσόμενο όριο, οπότε η ρύθμιση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται μέχρι συνολικό ποσό ίσο με ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Επίσης η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 δεν εξαρτάται, καταρχήν, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές (και όχι μηδενικές) καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ' αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Οι τελευταίες (οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των καταβολών και της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, δεχόμενη ότι πρόκειται για προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών της, καίτοι η οικονομική   και   οικογενειακή  πραγματικότητα   αυτής,   όπως  περιγράφεται στην απόφαση, καταδεικνύει μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής αυτών από μέρους της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο της ουσίας, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη διατύπωση, που πράγματι διέλαβε στην απόφαση του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, δέχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερόμενης ουσιαστικής διάταξης και προχώρησε στη ρύθμιση των χρεών της αναιρεσείουσας, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη όσα ορίζει το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και, υποχρεώνοντας την να καταβάλλει σε μηνιαία βάση το συνολικό ποσό των 705,73 ευρώ, για τις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, καίτοι αυτή και ο σύζυγος της είναι άνεργοι και γονείς δύο παιδιών, παραβίασε τον σκοπό αυτού του νόμου, ο οποίος επιθυμεί να διασφαλίσει στους αιτούντες τη ρύθμιση ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ, 2 του ν. 3869/2010, ενώ, επιπλέον, όσα αναφέρονται στον σχετικό λόγο αφορούν νομικές απόψεις της αναιρεσείουσας και εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης για ζητήματα ουσίας, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. 
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έσφαλε κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 με την κρίση ότι «... όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει, μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των δυνατοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ τον μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες...». Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι ακριβώς συνίσταται η προβαλλόμενη παραβίαση, με ποιόν ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό συνάπτεται και ποια επίδραση άσκησε η επικαλούμενη πλημμέλεια στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
 Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1β ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία παραβίασε. Πιο συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα διατυπώνει στο αναιρετήριο τη σχετική αιτίαση της ως εξής : «Εν προκειμένω λοιπόν, δια της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο δέχθηκε τα κάτωθι : «... Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ ... κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση ...Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3896/2010, καθόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εμπορικής αξίας του ιδανικού μεριδίου της επ' αυτής, δηλαδή το ποσό των 1 10.500 ευρώ (130.00 ευρώ εμπορική αξία Χ 85%).
Η ανωτέρω κρίση όμως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι αναιρετέα καθώς κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου παραβιάσθηκαν τα διδάγματα κοινής πείρας, όπως αυτά ορίσθηκαν από το ίδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (χρόνος κατασκευής, περιοχή, αντικειμενική αξία και κρατούσες οικονομικές συνθήκες) με τον καθορισμό εμπορικής αξίας υπερβολικά δυσανάλογης σε σχέση με τους παράγοντες που δέχθηκε το δικαστήριο ότι την καθορίζουν.
Ειδικότερα, το δικαστήριο συνεκτίμησε, όπως άλλωστε προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση της απόφασης, το χρόνο κατασκευής, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, το εμβαδό, την αντικειμενική αξία και τις συνθήκες της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας καθώς επίσης και ότι επρόκειτο για ιδανικό μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γνώσεις, που αντλούνται από την κοινωνική πραγματικότητα, με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για γενικές και αφηρημένες αρχές, που αποτελούν τμήμα της κοινωνικής αντίληψης του μέσου συνετού ανθρώπου, βάσει των οποίων αξιολογεί την εξέλιξη των πραγμάτων. 
Στην προκειμένη περίπτωση, η αντίληψη αυτή αφορά στη διαμόρφωση της εμπορικής - αγοραίας αξίας των ακινήτων, την οποία οριοθετούν οι παράγοντες, που ανέφερε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ότι α) το προαναφερθέν ακίνητο κατασκευάσθηκε το έτος 2001, β) αγοράσθηκε από την αιτούσα δυνάμει του υπ' αριθμ. ………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ. έναντι τιμήματος 112.000 €, γ) η αντικειμενική αξία ολόκληρου του ακινήτου κατά το χρόνο αυτό ανήρχετο στο ποσό των 62.350 €, δ) το εμβαδόν του είναι 107,11 τμ καθαρό, ε) η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι εντός της πόλης της Κομοτηνής, στ) η αντικειμενική του αξία σύμφωνα με το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΕΤΑΚ για το οικονομικό έτος 2009 ανήρχετο στο ποσό των 38.676,49 € για έκαστο εκ των συνιδιοκτητών (συνολικώς 77.352,98 €) και ζ) τέλος, ότι η οικονομική κρίση δεν ευνόησε, παρά έριξε τις τιμές στην αγορά ακινήτων. Η οικονομική συγκυρία στην αγορά ακινήτων κατά το χρόνο εκδίκασης της εφέσεως δεν ήταν τέτοια, ώστε να δικαιολογεί την τόσο υψηλή εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας, η οποία αποτιμήθηκε από το δικαστήριο στο ποσό των 130.000 € για ποσοστό ιδιοκτησίας 50% επί του όλου ακινήτου, όταν πρόκειται για ένα διαμέρισμα του 2001, στην πόλη Κομοτηνή του νομού Ροδόπης, του οποίου η αντικειμενική αξία αποτιμήθηκε το έτος 2009 στο ποσό των 77.352,98 € και κυρίως όταν αποτελεί κοινή γνώση πλέον, ότι η αγορά ακινήτων έχει σχεδόν παγώσει σε όλη την επικράτεια, με τις τιμές να ακολουθούν ελεύθερη πτώση και οι προσφορές να είναι κατά πολύ κατώτερες της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τα αναφερόμενα διδάγματα κοινής πείρας, διότι τα χρησιμοποίησε εσφαλμένο: κατά την υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία εφάρμοσε κατά παράβαση του νόμου. Για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και ως προς αυτό το σκέλος».
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που δεν συνάδει με τις αρχές της λογικής κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ενώ, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο του σχετικού λόγου, οι επικαλούμενες πλημμέλειες αφορούν την αποδεικτική στάθμιση από το δικαστήριο της ουσίας διαφόρων πραγματικών στοιχείων -κριτηρίων για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας του ενδίκου ακινήτου, ως κρισίμου αποδεικτέου πραγματικού γεγονότος για τον καθορισμό του συνολικού χρηματικού ποσού, μέχρι το οποίο θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 (επιπλέον εκείνης του άρθρου 8 παρ. 2). Οι πλημμέλειες δε αυτές, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τον άρθρο 560 παρ. 1 β του ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη λόγο αναίρεσης από το άρθρο 560 παρ. Ια ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση οτι  εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, καίτοι τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν επέβαλαν την εφαρμογή της, την οποία αυτή είχε ζητήσει. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ενδιαφέρον μέρος της, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : «Η αιτούσα, γεννημένη στις 24-9-1975, είναι σύζυγος του Α.Τ. και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, του Α. και της Α., που γεννήθηκαν στις 18-5-2007 και κατοικούν σε ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, καθαρής επιφάνειας 107,11 τ.μ., που κείται εντός της πόλης Κομοτηνής και επί της οδού Στ. Κουμανούδη αρ. 3, με ΚΑΕΚ 42 017 …………., συγκυριότητας των συζύγων κατά ποσοστό ιδανικής μερίδας εκάστου 50 %. Το ετήσιο ατομικό εισόδημα της αιτούσας, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, ανήλθε το έτος 2008 σε 7.735,43 ευρώ, το έτος 2009 σε 3.482,69 ευρώ, το έτος 2010  σε 6.086,22 ευρώ και το έτος 2011 σε 2.403,53 ευρώ, ενώ, αντίστοιχα, του συζύγου της σε 18.188,78 ευρώ, 16.720,37 ευρώ, 17.291,22 ευρώ και 18.216,97 ευρώ. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος σύζυγος της αιτούσας, εργαζόταν από 1-3-2000 στην επιχείρηση της εταιρίας με την επωνυμία «………. ΑΕ» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μέχρι τις 2-4-2012, οπότε η ως άνω εργοδότρια κατήγγειλε την σύμβαση και του κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης ποσού 13.497,40 ευρώ. Εν συνεχεία, ο ίδιος με την από 15-5-2012 απόφαση του ΟΑΕΔ κρίθηκε δικαιούχος επιδόματος τακτικής ανεργίας για χρονικό διάστημα από 10-4-2012 έως 10-3-2013, μηνιαίου ύψους 432 ευρώ. Η αιτούσα τα έτη 2011  και 2012 φοιτούσε στην ΕΠΑΣ Βοηθών Νοσηλευτών του Γ.Ν.Κομοτηνής και απέκτησε το πτυχίο της βοηθού νοσηλεύτριας στις 28-6-2012. Από δε 19-3-2011 έως 18-8-2011 ήταν δικαιούχος επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, ανερχόμενου στο ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν προέκυψε ότι διαθέτει η αιτούσα. Η οικονομική της αυτή κατάσταση, όμως, είναι προσωρινή και οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας την τρέχουσα περίοδο, λόγω δε της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 να βρει ανάλογη με τις ικανότητες της εργασία, είναι πιθανή η ανεύρεση εργασίας της. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον αυτό χρόνο {βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/10): από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», είχε λάβει μαζί με τον προαναφερόμενο σύζυγο της ως συνοφειλέτρια εις ολόκληρον, δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο ποσού 115.620 ευρώ με την υπ' αρ. 2797910/26-9-2002 σύμβαση και το δεύτερο ποσού 30.000 ευρώ με την υπ' αρ. 3587910/8-5-2006 σύμβαση. Οι απαιτήσεις της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί του ποσοστού συγκυριότητας της στην ως άνω κύρια κατοικία της για το ποσό των 150.300 ευρώ και 36.000 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2669/10/16-8-2011 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραφών στο    τηρούμενο    στο    Κτηματολογικό    Γραφείο    Κομοτηνής κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ 42 017 ……….. (βλ. ΑΠ31/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η οφειλή της από τα δάνεια αυτά ανέρχεται με τα πιο πάνω επιτόκια ενήμερης οφειλής μαζί με τους τόκους στο ποσόν των 97.720,87 ευρώ (κεφάλαιο 97.720,87 ευρώ, τόκοι 0,00 ευρώ) και 25.567,86 ευρώ (κεφάλαιο 25.567,86, τόκοι 0,00 ευρώ), αντίστοιχα και συνολικά σε 123.288,73 ευρώ. Επιπρόσθετα, η αιτούσα όφειλε στην προαναφερόμενη πιστώτρια τράπεζα   από   την   με   αριθμό   200112050277000   σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 2.678,40 ευρώ (κεφάλαιο 2.639,18 ευρώ και τόκοι 39,22 ευρώ) και από την με αριθμό 20011310230657000 σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 144 ευρώ (κεφάλαιο 0,00 ευρώ και έξοδα 144 ευρώ). Όλα τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη κατάσταση γνωστοποίησης των οφειλών της αιτούσας από την εν λόγω πιστώτρια τράπεζα. Στα ποσά αυτά δεν    συμπεριλαμβάνονται    τόκοι    από    τον    άνω    χρόνο γνωστοποίησης (16.3.2011) μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε από την ως άνω πιστώτρια τράπεζα οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτουν οι τόκοι αυτοί. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την ως άνω πιστώτρια, που συμπεριέλαβε στην αίτηση, ανέρχεται στο ποσό των 123.288,73 ευρώ για την οφειλή της από τα στεγαστικά δάνεια και 2.822,40 ευρώ για τις οφειλές της αιτούσας από πιστωτικές κάρτες κατά το χρόνο που κατέστη   ληξιπρόθεσμο  το  χρέος   (χρόνος   κοινοποίησης   της αίτησης).   Συνολικά,   η   αιτούσα   έχει   χρέος   προς   ρύθμιση 126.111,13 ευρώ (123.288,73 + £J22.40 ευρώ). Η αιτούσα  το έτος 2011 έχει περιέλθει σε προσωρινή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της λόγω της προαναφερόμενης σημαντικής μείωσης των εισοδημάτων της, η δε αδυναμία της αυτή, συνεκτιμώντας την ανεργία της, τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και το κόστος διαβίωσης της οικογένειας της δεν οφείλεται σε δόλο, ο οποίος άλλωστε δεν αποδείχθηκε. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό της στοιχείο, που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα αποτελεί το ποσοστό συγκυριότητας της κατά 50 % επί της προαναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) υπό στοιχείο «2» του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, καθαρής επιφανείας 107,11 τ.μ., που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή, κείμενη στην Κομοτηνή, επί της οδού…………………, της οποίας η αιτούσα κατέστη συγκυρία κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου με τον προμνησθέντα σύζυγο της, δυνάμει του υπ' αρ. 1388/20-9-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής στον Τόμο 1386, α.α. .. την 23η-9-2002. Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής της αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ. Η κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%,  όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση. Με βάση τα δεδομένα αυτά, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ' αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Συνεπώς, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματα της επί τετραετία, που θα αρχίζουν την 1η ημέρα του επόμενου από την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης μήνα, από τις οποίες η πιστώτρια θα ικανοποιηθεί σύμμετρα (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των ικανοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες».
Από τις προαναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (27-2-2013) τόσο η αναιρεσείουσα όσο και ο σύζυγος της ήταν άνεργοι. Ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κανένα εισόδημα, ο δε σύζυγος της λάμβανε μόνο επίδομα ανεργίας μηνιαίου ποσού 432 ευρώ, το οποίο θα έπαυε τον επόμενο μήνα. Ότι είναι γονείς δύο ανηλίκων παιδιών, που γεννήθηκαν το έτος 2007 και χρησιμοποιούν ως κύρια οικογενειακή κατοικία ένα διαμέρισμα εμβαδού 107,11 μ2 στην πόλη της Κομοτηνής, που απέκτησαν με στεγαστικά δάνεια κατά ίσα ποσοστά ο καθένας, η εμπορική αξία του οποίου, για τη μερίδα της αναιρεσείουσας, αποτιμήθηκε σε 130.000 ευρώ και για τη διάσωση του οποίου υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλλει εντόκως μηνιαίες δόσεις ποσού 511,57 ευρώ για χρονική περίοδο 216 μηνών, με το επιτόκιο που αναφέρεται στην απόφαση και με περίοδο χάριτος τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Και ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, πράγμα που λογικά συνεπάγεται αντίστοιχη δυσχέρεια στην εξεύρεση εργασίας από μέρους της αναιρεσείουσας, για την οποία ωστόσο το δικαστήριο δέχτηκε ότι, λόγω της ηλικίας της, είναι πιθανό να βρεί ανάλογη εργασία, χωρίς να αναφερθεί στο ύψος της προσδοκώμενης αμοιβής, ούτε στην πιθανότητα απασχόλησης του συζύγου της. Υπό αυτές τις παραδοχές, συνέτρεχαν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και τετραετούς ρύθμισης του χρέους της αναιρεσείουσας με μηδενικές ή ελάχιστες μηνιαίες καταβολές, αφού οι προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες της δεν επηρέαζαν βέβαια τη ρύθμιση για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της και τις εντεύθεν υποχρεώσεις της, αλλά δεν επέτρεπαν ούτε την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών αυτής και των ανηλίκων τέκνων της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. 
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο ρύθμισης του χρέους με καταβολή μηνιαίων δόσεων 200 ευρώ για μία τετραετία, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς αυτό το κεφάλαιο, από το ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της μερικής ήττας της, σε ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176, 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που αναφέρθηκε στο σκεπτικό, την απόφαση 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχει ο δικαστής που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
            Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Μαΐου 2014. 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 5η Ιουνίου 2014.


 O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΠΙΔΟΜΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΕΤΑΑ

  Σύμφωνα με κοινή υπουργική απόφαση που υπεγράφη από τον υφυπουργό εργασίας και τον Υπουργό οικονομικών χορηγείται εφάπαξ επίδομα μητρότητας σε όλες τις ασφαλισμένες του ΕΤΑΑ, ύψους 200€ για 4 μήνες, το οποίο θεσπίζεται για πρώτη φορά για τις γυναίκες ελεύθερες επαγγελματίες . Η αίτηση θα υποβάλλεται από την ενδιαφερόμενη εντός 6 μηνών από τον τοκετό.
Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε το δελτίο τύπου του υπουργείου εργασίας.

http://www.ypakp.gr/uploads/docs/7589.pdf

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ειρ. Ξάνθης - Δεκτή προσωρινή διαταγή Ν. 3869/2010 με μοναδική οφειλή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων

 Με την εν λόγω διάταξη έγινε δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής αιτούντος δανειολήπτη, ο οποίος είχε μοναδική οφειλή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο λάμβανε μηνιαίως με πάγια εντολή ποσά για την εξόφληση του δανείου από το μισθό του. Η προσωρινή διαταγή στην εν λόγω περίπτωση έχει διπλή σημασία, αφενός γιατί αποδέχεται αίτημα οφειλέτη με οφειλή μόνο προς το ΤΠΔ και αφετέρου, παρόλο που η παρακράτηση από τη μισθοδοσία του αιτούντος πραγματοποιούνταν κάθε μήνα για το ποσό των 550€ περίπου, δηλαδή δεν είχαν δημιουργηθεί ληξιπρόθεσμες δόσεις , η δικαστής προχώρησε στον καθορισμό καταβολών μικρότερου ποσού μηνιαίως , ήτοι 80€ μηνιαίως, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, το οποίο σημειωτέον θα εκδικάσει την υπόθεση το 2021.
    Προσεχώς θα δημοσιευθεί και το κείμενο της απόφασης . 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών (Τεύχος Β , αρ. φύλλου 2289/27-8-2014)

      Ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών αφορά στην προσπάθεια επίλυσης των οικονομικών διαφορών μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των  οφειλετών - δανειοληπτών. Θεσπίζονται οι έννοιες του συνεργάσιμου και μη συνεργάσιμου δανειολήπτη καθώς και μια διαδικασία επίλυσης διαφορών σε διάφορα στάδια. Τα στάδια αυτά ξεκινούν από την απαρχή της καθυστέρησης μέρους ή μίας δόσης του δανειολήπτη και συνεχίζονται με τη επικοινωνία των μερών μέσω της χορήγησης από τον δανειολήπτη στην τράπεζα όλων εκείνων των οικονομικών πληροφοριών που θα οδηγήσουν την τράπεζα στην αξιολόγηση της πραγματικής οικονομικής του κατάστασης και στην διατύπωση μιας ευνοϊκής για τον ίδιο ρύθμισης των οφειλών του. Ο δανειολήπτης έχει τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων .
      Η διαδικασία αυτή θα πρέπει πλέον να ακολουθείται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με χρόνο έναρξης την 31-12-2014, χωρίς όμως να εμποδίζεται ο δανειολήπτης να ακολουθήσει ως δρόμο για την επίλυση των οικονομικών διαφορών του με την πιστώτρια τράπεζα τη διαμεσολάβηση ή τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του (νόμος 3869/2010) . 

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Δεν είναι νόμιμη η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων από ασφαλιστικό οργανισμό ποσών όταν η είσπραξή τους έγινε με καλή πίστη του ασφαλισμένου

  Με αφορμή τα κρούσματα που παρουσιάστηκαν προσφάτως , με την αναζήτηση ποσών από ασφαλισμένους από τους ασφαλιστικούς τους  οργανισμούς , με αιτιολογία την αχρεώστητη καταβολή αυτών και την απαίτηση επιστροφής τους , παραθέτουμε την κάτωθι απόφαση, η οποία κατά τη γνώμη μας, εστιάζει στον πυρήνα του προβλήματος που είναι η ύπαρξη δόλου ή μη στο πρόσωπο του ασφαλισμένου. Επίσης γίνεται επίκληση μιας από τις βασικότερες αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, της αρχής της χρηστής διοίκησης. 
       
ΜΔΕφΑΘ 3531/2013

Αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης - γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης- η αναζήτηση από ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αν οι παροχές έχουν μεν καταβλη­θεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των εν λόγω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξη τους σε δόλο έναντι του οργανισμού. Η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδι­κώς (ΣτΕ: 590/2010, 3322/2008 - πρβλ.και ΣτΕ: 2291/2009,154/2008,1835/2007, 3687/2005, 951/2005, 703/2004 κ.α).
 Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύ­πτουν τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη λάμβανε σύνταξη από το ΤΣΑΥ, λόγω θανάτου του συζύγου της. Με το 67574/10368/27.10.2004 πληροφοριακό έγγραφο της Διευθύ­ντριας Συντάξεων-Πρόνοιας του ΤΣΑΥ γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη ότι, μετά από έλεγχο στα στοιχεία που περιήλ­θαν στο Ταμείο από το μηχανογραφικό κέντρο της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, το καθαρό ποσό της χορηγούμενης σε αυτήν σύνταξης από 1.11.2004 θα διαμορφω­θεί σε 956,89 ευρώ(μειωμένο σε σχέση με εκείνο που ελάμβανε). Ακολούθως, με το 66260/9196/30.8.2006 έγγραφο της παρα­πάνω Διευθύντριας ζητήθηκε από την εφεσί­βλητη να επιστρέψει το ποσό των 6.007,48 ευρώ που αντιστοιχούσε σε διαφορές συντά­ξεων, το οποίο είχε λάβει αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.10.2004, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις (μέχρι 36) χωρίς επιβάρυνση τόκων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 61 του ν. 2676/1999. Ειδικότερα, της γνωστοποιήθηκε ότι, όπως προέκυψε από τον παραπάνω έλεγχο, η σύνταξη που ελάμβανε μέχρι 31.10.1998 ήταν σωστή (για 30 έτη υπηρεσίας με ποσο­στό χήρας 75% και ποσοστό μονοσυνταξιούχου 50%). Το Νοέμβριο του 1998 δόθηκε εντολή από το Ταμείο στην Εθνική Τράπεζα μέσω της οποίας καταβάλλονται οι συντά­ξεις να χορηγηθεί από 1.1.1998 αύξηση 2,5% στους συνταξιούχους που ελάμβα­ναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονοσυνταξιούχου μικρότερο του 50%. Όμως από λάθος της μηχανογράφησης της Τράπεζας η προσαύξηση αυτή χορηγήθηκε και στους συνταξιούχους που ελάμβαναν σύνταξη με ποσοστό προσαύξησης μονο­συνταξιούχου 50% και άνω όπως η ίδια, οι οποίοι δεν εδικαιούντο την προσαύξηση. Οι διαφορές που προέκυψαν στις συντάξεις λόγω του παραπάνω λάθους με την  195/1.3.2006 απόφαση του ΔΣ του Ταμείου αποφασίστηκε να αναζητηθούν από τους δικαιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Κατά του παραπάνω εγγράφου η εφεσίβλητη άσκησε «προσφυγή-αγωγή» την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε ως προσφυγή στρεφόμενη παραδεκτώς κατά του παραπάνω εγγράφου αν και δεν ασκήθηκε ένσταση κατ' αυτού ενώπιον του Δ.Σ. του Ταμείου, καθόσον στο σώμα του εν λόγω εγγράφου δεν υπήρχε μνεία για τη  δυνατότητα άσκησης ένστασης κατ’ αυτού.  Ειδικότερα, με την προσφυγή η εφεσίβλητη  ζήτησε την ακύρωση του εν λογω εγγράφου  και ισχυρίστηκε ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει το παραπάνω ποσό, αφενός  λόγω της καλόπιστης είσπραξης του, αφετέρου γιατί λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την είπραξή του,  η σχετική απαίτηση ήταν καταχρηστική, προσκρούουσα στις αρχές της αναλογικότητας και της  χρηστής διοίκησης. Με την 904/2012 απόφαση (εκκαλουμένη) έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε το 66260/9196/30.8.2006 έγγραφο της διευθύντριας του Ταμείου, κατά το μέρος που ζητήθηκε η επιστροφή στο Ταμείο ως αχρεωστήτως εισπραχθείσα η διάφορα σύνταξης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι κατά  παράβαση της προαναφερόμενης γενικής  αρχής του ασφαλιστικού δίκαιου, καταλογίστηκαν σε βάρος της εφεσίβλητης τα ποσά  των συντάξεων που εισέπραξε κατά τα έτη 1998 έως 2001, αφού από το  χρονικό αυτό διάστημα μέχρι το χρονικό  σημείο που έγινε η αναζήτηση (2006) έχει παρέλθει διάστημα πέραν της πενταετίας,  γεγονός που συνεπάγεται απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες  σε βάρος της εφεσίβλητης. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι  έσφαλε στην κρίση της η εκκαλούμενη απόφαση και  ζητείται η εξαφάνιση της. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων πέντε έτη μετά την είσπραξη τους , δεν καθιστά παράνομη τη σχετική απόφαση, , αφού, ο χρόνος αυτός (5 έτη) υπολείπεται κατά πολύ της  20ετούς παραγραφής της αντίστοιχης αξίωσης του Ταμείου.
Επίσης προβάλλεται  ότι, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναζήτηση συνταξιοδοτικών παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα αντίκειται στις αρχές διοίκησης όταν, σωρευτικά, έχουν εισπραχθεί  καλόπιστα έχει παρέλθει μακρός χρόνος  από την είσπραξη τους και υφίσταται κίνδυνος δημιουργίας ανυπέρβλητων οικονομικών δυσχερειών από την από την επιστροφή τους, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν  στην περίπτωση της εφεσίβλητης αφού δεν  έχει παρέλθει μακρός χρόνος από την είσπραξη, ούτε αποδεικνύεται οικονομική της αδυναμία να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, ενόψει μάλιστα και του ότι δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 2676/1999, να εξοφλήσει το ποσό της οφειλής της σε 36 δόσεις, χωρίς επιβαρύνσεις .Εξάλλου, η εφεσίβλητη, με το 5.6.2013 υπόμνημα που υπέβαλε στο δικαστήριο τούτο, προβάλλει ότι λόγω της κατάστασης της υγείας της (Ca δεξιού πνεύμονα βλ. προσκομιζόμενες ιατρικές εξετάσεις -βεβαιώσεις του θεραπευτηρίου ΜΕΤROPOLITAN) βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική  κατάσταση και τυχόν επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες σε βάρος της.
Ύστερα από τα παραπάνω και, λαμβά­νοντας υπόψη ότι, από το προαναφερόμενο ποσό (6.007,48 ευρώ), η εφεσίβλητη εισέ­πραξε το αντιστοιχούν το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001, «από λάθος» του μηχανογραφικού συστήματος της Εθνι­κής Τράπεζας, όπως συνομολογεί το Ταμείο με το πιο πάνω (66260/9196/30.8.1996) έγγραφο, χωρίς η ίδια να γνωρίζει, ούτε άλλωστε μπορούσε να γνωρίζει, στοιχειο­θετείται καλή πίστη αυτής. Με το δεδο­μένο αυτό για τα ποσά των συντάξεων που εισέπραξε η εφεσίβλητη, αχρεωστήτως, το εν λόγω χρονικό διάστημα, η αναζή­τηση τους δεν είναι νόμιμη, γιατί έγινε μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξη τους, αφού, αναζητήθηκαν για πρώτη φορά με το παραπάνω έγγραφο της Διευθύντριας του Ταμείου -καθόσον στο 67574/10368/27.10.2004 έγγραφο του Ταμείου δεν γίνονταν μνεία για τυχόν ποσά που είχε εισπράξει αχρεωστήτως, το ύψος η τον τρόπο καταβολής τους- και η αναζήτηση αυτή αντίκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη, στις αρχές της χρηστής διοίκησης, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και, δεν αναιρείται η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, από το ότι ο χρόνος των πέντε ετών υπολείπεται του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος του Ταμείου για αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, όπως αβάσιμα προβάλλεται, πρέπει δε να απορριφθούν, ως αβάσιμα, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση.
Πηγή : ΔιοικΔικ (Τεύχος 3, 2014) 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Απόρριψη έφεσης του ελληνικού δημοσίου κατά απόφασης που έκανε πρωτοδίκως δεκτή την προσφυγή στρατιωτικού λόγω φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής (2849/2013 Δ.Εφ. Θεσ/νικης)

     Με την παρατιθέμενη απόφαση απορρίπτεται έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου , η οποία είχε κάνει δεκτή προσφυγή στρατιωτικού με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού των 4.424,40€ ως αχρεωστήτως καταβληθέντος λόγο φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής . Η εν λόγω απόφαση απορρίπτει την έφεση διότι δυνάμει του ποσού , η απόφαση ήταν ανέκκλητη, βάζοντας τέλος στη μακροχρόνια ταλαιπωρία του προσφεύγοντος - εφεσίβλητου. 
    Ευχαριστούμε τη συνάδελφο , Ελισάβετ Ταστσίδου , δικηγόρο Θεσσαλονίκης , για την πολύτιμη συνεργασία μας. 


EM
Αριθ.απόφ. 2849/2013
 
TO ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Ε'


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις  19 Νοεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ηλίας Κοντοζαμάνης, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ., Αθανασία Σακκά- Εισηγήτρια. Μάρθα Παυλίδου, Εφέτες Δ.Δ., και με Γραμματέα την Χριστίνα Δρούτση, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την από 12-1-2011 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, που στην προκειμένη περίπτωση εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.ΟΎ. Ηράκλειας Σερρών και ήδη Δ.Ο.Υ. Α' Σερρών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.,
κατά του Σ. Τ. του Κ., κατοίκου…….., ο οποίος δεν παραστάθηκε Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά το Νόμο.      
           Η κρίση του είναι η εξής:
. 1. Επειδή νόμιμα εισάγεται η υπόθεση για συζήτηση και κρίση ύστερα από την έκδοση της 687/ 2013 αναβλητικής απόφασης. Με την κρινόμενη έφεση διώκεται η εξαφάνιση της 133/2010 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η 5896/2005 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ηράκλειας Σερρών σχετικά με την υπαγωγή σε φόρο ποσού 29.496 ευρώ που αυτός έλαβε ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή κατ' άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2954/1998 και 17 του ν. 2685/1999 κα την επιστροφή φόρου ύψους 4.424,40 ευρώ.
2.              Νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του εφεσίβλητου, ο οποίος νομίμως κλήθηκε να παραστεί όπως προκύπτει από το από 6.9.2013 αποδεικτικό της δικαστικής επιμελήτριας Άννας Τζογάνη.
3.              Επειδή, στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ 97 Α'). όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του-άρθρου 10 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α'), ορίζεται ότι: « 1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενο τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το  ποσό,  το  οποίο,  καθορίζεται  με  την πρωτόδικη  απόφαση……………………………   3. Ειδικώς, στις χρηματικού περιεχομένου
φορολογικές εν γένει διαφορές, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης. Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται για μεν τη Διοίκηση η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που ορίστηκε με την πράξη και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την Απόφαση.».
4.         Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ο εφεσίβλητος, στρατιωτικός υπάλληλος τουΥπουργείου Εθνικής Άμυνας, που υπηρέτησε το έτος 2001 στη Νάπολι τηςΙταλίας σε ελληνική αντιπροσωπεία του NATO, με τη δήλωση φορολογίαςεισοδήματος του οικονομικού έτους 2002 ( χρήση 1.1.- 31.12.2001), που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. …….. Σερρών, δήλωσε, μεταξύ άλλων, (ως εισόδημα που φορολογείται με ειδικό τρόπο το ποσό των 10.050.762 δρχ. ήδη 29.496 € , το οποίο του χορηγήθηκε ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή σύμφωνα με
                                                             2° φύλλο της 2849/2013 απόφασης


το άρθρο 135 παρ. 4 του Ν.2594/1998. Αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% κατ' άρθρο 14 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Με την παρακράτηση του φόρου κατά την είσπραξη του. Στην συνέχεια ο ως άνω υπέβαλε στην ίδια Δ.Ο.Υ. την από 30.11.2005 αίτηση, περιέχουσα δήλωση ανάκλησης κατά το μέρος που αφορούσε το πιο πάνω ποσό, με την οποία δήλωσε ότι αυτό δεν αποτελεί εισόδημα και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, καθότι του χορηγήθηκε προς κάλυψη των αυξημένων δαπανών διαβίωσης στην αλλοδαπή ( Νάπολι- Ιταλίας) και συνεπώς ότι μη νομίμως φορολογήθηκε και πρέπει να του επιστραφεί, ως αχρεωστήτως ο καταβληθείς γι" αυτό φόρος. Ο Προϊστάμενος της ως άνω Δ.Ο.Υ. με την υπ'αρ. πρωτ, 5896/2005 αρνητική απάντηση του απέρριψε την αίτηση αυτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού έτους επιπλέον δε για το λόγο ότι αυτό φορολογείται αυτοτελώς με μοναδικό συντελεστή 15%. Όμως. προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της αρνητικής απάντησης της διάδικης αρχής έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο . το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι το ποσό των 29.496 ευρώ που έλαβε ο εφεσίβλητος κατά το διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2001 ως επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, κατ άρθρο 135 παρ.4 του Ν.2594/1998, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, διότι δεν συγκεντρώνει τα εννοιολογικά γνωρίσματα στοιχεία του εισοδήματος και ότι μη νομίμως αυτό φορολογήθηκε, έκανε δε δεκτή την ανάκληση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του και διέταξε την επιστροφή του. φόρου .ποσού 4,424.40 ευρώ .που παρακρατήθηκε αχρεωστήτως. Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης αυτής.
5. Επειδή η διαφορά που άγεται ενώπιον του δικαστηρίου αφορά στην επιστροφή του φόρου των 4.424.40 ευρώ. η εκκαλούμενη απόφαση είναι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, ανέκκλητη ( όριο εκκλητού 5.000 ευρώ) και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη.
ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΥΤΕΣ
                         Απορρίπτει την έφεση.
                             Απαλλάσσει  το  εκκαλούν  από  τα  δικαστικά  έξοδα  του εφεσίβλητου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 18-12-2013, όπου και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στις 23-12-2013.
              Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ








ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΘΡΟΥ 5§2 Ν. 3869/2010

     Σύμφωνα με τη νέα διαδικασία του ν. 3869/2010, εντός δύο μηνών από την κατάθεση της αίτησης του Ν. 3869/2010 γίνεται , ενώπιον του Ειρηνοδίκη, προσπάθεια επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού των μερών και σε περίπτωση αποτυχίας  δύναται να χορηγηθεί από το Δικαστή προσωρινή διαταγή μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως. 
    Στην παρατιθέμενη περίπτωση , αφού κρίθηκε από το Δικαστή ότι δεν δύναται να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ των μερών , χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή με την οποία διατάχθηκε η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεώς του καθώς και η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Επίσης διατάχθηκε η καταβολή δόσεων σύμφωνα με το άρθρο 8§2 Ν. 3869/2010 , στο ύψος των 200€ μηνιαίως .

 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ 
Αριθμός 265/2014

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Συνεδρίαση της 13ης Μαΐου 2014 Διαδικασία άρθρ.  5 Ν.  3869/2010

Δικαστήριο
Διάδικοι
Ε ιρηνοδ ί κης
Α.Ρ.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λ.Κ.
ΑΙΤΩΝ: ………. του ………, (ΑΦΜ ………..), κάτοικος Κομοτηνής, οδός ………, ο οποίος εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιουλία Μυλωνά (Δ. Σ. Ροδόπης A.M.   401) .
ΜΕΤΕΧΟΥΣΑ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑ:
Η   Ανώνυμη   τραπεζική    εταιρεία   με    την επωνυμία «….»,   που εδρεύει  στην Αθήνα,   οδός …., κι    εκπροσωπείται   νόμιμα,    ως   καθολική διάδοχος  της  εταιρείας με  την  επωνυμία «…………..»,   η οποία  εκπροσωπήθηκε από  τον πληρεξούσιο   δικηγόρο   της   …………..
Α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο υπόθεσης
Συζήτηση ενδεχομένου επικύρωσης συμβιβασμού

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο γραφείο της Ειρηνοδίκη Κομοτηνής, την 13-05-2014, ημέρα Τρίτη και ώρα 11.00 π.μ., όπως είχε ορισθεί κατά τη κατάθεση της υπ' αριθμ. κατ. 49/27-02-2014 αίτησης του αιτούντος για τη ρύθμιση οφειλών του, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3869/2010. Κατά την ως άνω συνεδρίαση και αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση και τα ονόματα των διαδίκων, αυτοί παραστάθηκαν όπως σημειώνεται  παραπάνω.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος, αφού ανέπτυξε και προφορικά το περιεχόμενο της αίτησης του, προσκόμισε και επικαλέστηκε τα σχετικά έγγραφα, ήτοι την έκθεση επίδοσης της αίτησης στη μετέχουσα πιστώτρια, αποδεικτικά καταβολής δόσεων, μισθοδοσία της συζύγου του αιτούντος, δήλωσε ότι δεν υπάρχει εγγυητής και ζήτησε, συμπληρώνοντας την αίτηση του, εφόσον δεν επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός, την έκδοση προσωρινής διαταγής κατ' άρθρο 781 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία θα ανασταλεί κάθε ατομικό καταδιωκτικό μέτρο εναντίον του ώστε να διατηρηθεί η πραγματική και νομική κατάσταση της περιουσίας του μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως του καθώς και τον προσδιορισμό των μηνιαίων δόσεων που πρέπει να καταβάλει στους πιστωτές του στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης άλλως μέχρι 150 ευρώ μηνιαίως.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της μετέχουσας πιστώτριας δήλωσε, αναφερόμενος και στις έγγραφες παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στον φάκελο της υπόθεσης, ότι δεν συναινεί στο κατατεθέν σχέδιο διευθέτησης οφειλών και ζήτησε την απόρριψη του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής..
Ακολούθως δόθηκε ο λόγος στον αιτούντα, ο οποίος δήλωσε: «Ο μισθός μου είναι 1081,00 ευρώ, η σύζυγος μου πήρε τελευταία 369,00 ευρώ, έπαιρνε κι ένα επίδομα παλιά το οποίο κόπηκε. Δουλεύει με τετράωρη απασχόληση. Τα δάνεια μου είναι ένα στεγαστικό, ένα μεγάλο και ένα συμπληρωματικό, το τρίτο το πήρα για τα διαδικαστικά έξοδα που αφορούσαν την αγορά του σπιτιού, σαν καταναλωτικό για να μπορέσω να καλύψω τα έξοδα. Το σπίτι βρίσκεται στην οδό ……, είναι 94 τ.μ. καθαρά. Έχω ένα παιδί 6 χρονών, τα έξοδα διαβίωσης μου είναι 1.000 ευρώ».
Η Ειρηνοδίκης διαπίστωσε τα εξής:

Φύλλο δεύτερο των υπ' αρ. 265/2014 πρακτικών της Ειρηνοδίκου Κομοτηνής (Εκούσια Δικαιοδοσία)

Επειδή  ο  αιτών  τήρησε  τη  νόμιμη  προδικασία  καθόσον
δεν προκύπτει να υπάρχουν εγγυητές των απαιτήσεων του ενώ επιδόθηκε η αίτηση στη μοναδική πιστώτρια, που παραστάθηκε και δήλωσε ότι δε συναινεί με το προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο ρύθμισης των οφειλών, όπως αναφέρει και στις παρατηρήσεις που κατέθεσε, και συνεπώς δεν υφίσταται περίπτωση επέλευσης συμβιβασμού και επικύρωσης του και πιθανολογείται ότι συντρέχουν ol προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντος στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010.
Μετά από αυτά, η Ειρηνοδίκης εξέδωσε την παρακάτω προσωρινή διαταγή:
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
(άρθ.   781 ΚπολΔ,   σε συνδ με το άρθ.   5 παρ.2'   του
Ν.3869/2010)

Δέχεται την αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπ' αριθμ. καταθ. 49/27-02-2014 αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του ν.3869/2010,   της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 09-03-2015.
Διατάσσει την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη-αιτούντος μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί  της παραπάνω αίτησης.
Τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.
Την καταβολή, κατ' άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 μηνιαίων δόσεων,  ποσού 200  ευρώ.
Οι παραπάνω προσδιορισθείσες δόσεις θα καταβάλλονται στην πιστώτρια εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, των καταβολών αρχομένων τον επόμενο μήνα της έκδοσης της παρούσας.
Το παρόν πρακτικό συντάχθηκε προς πίστωση των ανωτέρω και  υπογράφεται  όπως ακολουθεί

           Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ