Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

1685/2013 Ολομέλεια ΣτΕ - Συνταγματικότητα άρθρου 18 Ν. 3758/2009 περί επιβολής έκτακτης εισφοράς

 
 

  Με την υπ' αριθμ. 1685/2013 απόφασή του (Ολομέλεια),  το ΣτΕ έκρινε συνταγματική τη διάταξη του άρθρου 18 Ν. 3758/2009 περί έκτακτης εισφοράς , καθορίζοντας την τύχη όλων των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που εκκρεμούν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για το ζήτημα αυτό. Η απόφαση αυτή, η οποία εξεδόθη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3900/2010 καθώς με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ,  θα καθορίσει την τύχη και των άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν προς επίλυση ενώπιον των τακτικών  διοικητικών δικαστηρίων για το ζήτημα της έκτακτης εισφοράς .     
          Παρατίθεται το πλήρες κείμενο της απόφασης .

Αριθμός 1685/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2012, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Αθ. Ράντος, Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Μ. – Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ιω. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Α. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ.Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Ιω. Σύμπλης, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Α. Καλογεροπούλου, καθώς και ο Πάρεδρος Ι.Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008.Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 30 Ιουλίου 2010 αίτηση:
του …… … ……, κατοίκου ... ….. Αττικής(…….), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γ. Μέντη (Α.Μ.16463), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Χρ. Αυγερινού, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) .. …. …, κατοίκου Αθηνών ( ….  …..  …- …), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ.  ….) και 2)  ….. ….  …., κατοίκου .. .. Αττικής (….  … ..), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Κ. Σαμαρτζή (Α.Μ. 10895), που τον διόρισε στο ακροατήριο. Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 693/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1123/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Ι. Γράβαρης, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πρώτο παρεμβαίνοντα ως δικηγόρο και τον πληρεξούσιο του δεύτερου παρεμβαίνοντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις απόψεις τους υπέρ της αποδοχής της αίτησης, και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου 
κ α ι  Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
1.     Επειδή, η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την 693/2011 απόφαση του Β΄ Τμήματος.  2. Επειδή, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Π. Πικραμμένος, ο οποίος είχε προεδρεύσει της συνθέσεως του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση επ’ ακροατηρίου, αλλ’ απεχώρησε στις 30.6.2011 αναπληρώθηκε κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως από τον αρχαιότερο της συνθέσεως Αντιπρόεδρο Φ. Αρναούτογλου, ο δε Σύμβουλος Β. Αραβαντινός, αναπληρωματικό έως τότε μέλος της συνθέσεως, έλαβε μέρος στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος. (Άρθρο 26 ν. 3719/2012, Α΄241, βλ.2/2009 απόφ. Ολομ. εν συμβ. και 208Α/2012 πρακτικό διασκέψεως της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.). 3. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1113126 και 1113127/2010, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου). 4. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1123/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση, αφού, κατ’ αποδοχήν εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 18440/2009 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά του 2961/30.6.2009 εκκαθαριστικού σημειώματος του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας …., με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του έκτακτη εισφορά 10.000 ευρώ κατά το άρθρο 18 του ν. 3758/2009. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή η προσφυγή του αναιρεσείοντος, είχε ακυρωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα, και είχε διαταχθεί η επιστροφή της καταβληθείσης ως άνω εισφοράς. 5. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), όπως ίσχυε κατά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (6.8. 2010) μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 36 παρ. 2του ν. 2721/1999 (Α΄112) και την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), και προτού αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄213, ισχύς για καταθέσεις από 1.1.2011), «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράνταχιλιάδες (40.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο [από το ανωτέρω ποσό], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) […] β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. […]». 6. Επειδή, εν προκειμένω, το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης, ανερχόμενο, κατά τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 10.000 ευρώ, υπολείπεται του κατωτάτου ορίου των 40.000 ευρώ που τάσσεται με την ανωτέρω διάταξη για το κατ’ αρχήν παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Ενόψει αυτού, ο αιτών προβάλλει με συγκεκριμένους, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη, ισχυρισμούς που περιέχονται στο αναιρετήριο, ότι, μεταξύ άλλων, συντρέχει, κατά τη διάταξη αυτή, περίπτωση «σπουδαίου νομικού ζητήματος», ως εκ του οποίου δικαιολογείται, κατ’ εξαίρεση, η άσκηση της αιτήσεως. Από την εκτίμηση των ισχυρισμών αυτών και των στοιχείων στα οποία αναφέρονται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την προσφυγή του κατά του οικείου εκκαθαριστικού σημειώματος (ανωτ. σκέψη 4), αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε η επίδικη έκτακτη εισφορά, από άποψη ιδίως αντικειμένου και αναδρομικότητας της φορολογίας (άρθρο 78 παρ. 1 και 2 Συντ.), φοροδοτικής ικανότητας, καθολικότητας του φόρου και φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 5 Συντ.), προέβαλε δε επίσης παράβαση του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως. Ενόσω εκκρεμούσε η εν λόγω προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, η Αντεπίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων, ενεργώντας κατ’ εντολή του Γενικού Επιτρόπου, ζήτησε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, εν όψει του ότι είχαν ήδη κατατεθεί πολλές ανάλογες προσφυγές, τον κατά προτίμηση προσδιορισμό δικασίμου μιας εξ αυτών, ως «πρότυπης δίκης» κατά το εδάφιο θ του άρθρου 29 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 3659/2008 (Α΄77), «ώστε μετά την αμετάκλητο επίλυση του ανακύπτοντος νομικού ζητήματος, να ακολουθήσει ο προσδιορισμός […] για τις λοιπές της αυτής κατηγορίας υποθέσεις […], στις οποίες τίθεται το αυτό νομικό ζήτημα […]». Κατόπιν αυτού, ορίσθηκε για την προσφυγή του αιτούντος σύντομη δικάσιμος και εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Με την απόφαση αυτή η προσφυγή έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι οι περί επιβολής της επίδικης έκτακτης εισφοράς ως άνω διατάξεις του ν. 3758/2009, έχοντας ως αντικείμενο το εισόδημα του έτους 2007, επιβάλλουν αναδρομικά φόρο κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Η πρωτόδικη αυτή απόφαση,κατά τα προεκτεθέντα, εξαφανίσθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι οι πιο πάνω διατάξεις του ν. 3758 δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 4 ούτε το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Και, ακόμα, ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως. Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων επαναφέρει, ως λόγους αναιρέσεως, τους περί αντισυνταγματικότητας ως άνω ισχυρισμούς του. Εξ άλλου, για την επίδικη εισφορά δεν υπάρχει ακόμα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, τίθεται πράγματι με την κρινόμενη αίτηση «σπουδαίο νομικό ζήτημα», κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ. 3 εδ. β του π. δ. 18/1989, όπως βασίμως, κατά τ’ ανωτέρω, προβάλλει ο αιτών, χωρίς, άλλωστε, να το αμφισβητεί το Δημόσιο, και, επομένως, παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, ασκείται η εν λόγω αίτηση παρά το υπολειπόμενο του νομίμου ορίου αντικείμενό της. 7. Επειδή, η αίτηση ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς. 8. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 (Α΄67) ορίζονται τα ακόλουθα: «α. Σε δίκη ενώπιον […] της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας […], στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται θέμα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα […] τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι […]. Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν. […].». Βάσει των διατάξεων αυτών παραδεκτώς, κατ’ αρχήν, παρεμβαίνουν εν προκειμένω ενώπιον της Ολομελείας οι …… ….. και ….. ………, επικαλούμενοι εκκρεμείς προσφυγές τους στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Πειραιώς και Αθηνών, αντιστοίχως, κατά εκκαθαριστικών σημειωμάτων με τα οποία τους επιβλήθηκε, όπως και στον αιτούντα, έκτακτη εισφορά κατά το άρθρο 18 του ν. 3758/2009. Από τους ισχυρισμούς τους όμως – περί ανισχύρου της εν λόγω εισφοράς- είναι ακουστοί μόνον όσοι αναφέρονται στα ζητήματα εκείνα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί, κατά τ’ ανωτέρω, από τον αναιρεσείοντα - και εν συνεχεία από την παραπεμπτική απόφαση όχι δε και εκείνοι που επεκτείνονται σε άλλα (πρβλ. και ΣτΕ, Ολομ., 1213/2010 κ.ά.). 9. Επειδή, στο άρθρο 78 του Συντάγματος ορίζεται, στην παράγραφο 1 ότι «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος» και στην παράγραφο 2 ότι «φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.». 10. Επειδή, στο ανωτέρω άρθρο 18 του ν. 3758/2009 («Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις», Α΄68/5.5.2009), υπό τον τίτλο «Έκτακτη Οικονομική Εισφορά», ορίζονται τα εξής: 1.α. Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα των φυσικών προσώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδημα σχολάζουσας κληρονομιάς. Επίσης στο εισόδημα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α΄). β. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008 εφόσον αυτό είναι εξήντα χιλιάδες ευρώ (60.000 €) και άνω. γ. Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήματος δεν προσμετρούνται τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. 2. Η έκτακτη εφάπαξ εισφορά καθορίζεται στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €) για ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα από εξήντα χιλιάδες ένα ευρώ (60.001 €) έως ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000 €), στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για εισόδημα από ογδόντα χιλιάδες ένα ευρώ (80.001 €) έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €), στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για εισόδημα από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001 €) έως εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €), στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) για εισόδημα από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001 €) έως τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 €), στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) για εισόδημα από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001 €) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000 €), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για εισόδημα από πεντακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (500.001 €) έως εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (700.000 €), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για εισόδημα από εφτακόσιες χιλιάδες ένα (700.001 €) έως εννιακόσιες χιλιάδες ευρώ (900.000 €) και στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 €) για εισόδημα άνω των εννιακοσίων χιλιάδων ένα ευρώ (900.001 €). 3.α. Η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονομιάς με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. β. Για τον υπολογισμό της εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο. γ. Η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής που βεβαιώνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1. δ. Οι διατάξεις των άρθρων 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 84 και 85 του Κ.Φ.Ε., καθώς και του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή αυτής της εισφοράς, επιφυλασσομένων όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Η εισφορά που προκύπτει μετά από έλεγχο που διενεργείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να επιβάλλεται και με το οικείο φύλλο ελέγχου της φορολογίας εισοδήματος. 4.α. Η εισφορά που επιβάλλεται με αυτόν το νόμο καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις […] β. Υπόχρεος σε καταβολή της εισφοράς είναι το φυσικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου βεβαιώνεται αυτή. […]». 11. Επειδή, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3758/2009 έκτακτη οικονομική εισφορά, επιβλήθηκε, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών τής οικονομικής κρίσης, έτσι ώστε «να συνεισφέρουν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα», το δε ύψος της καθορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στον ίδιο το νόμο, σε συγκεκριμένα ποσά που βαίνουν αυξανόμενα σε αντιστοιχία με κλιμάκια - υψηλών πράγματι (άνω των 60.000 ευρώ)- καθαρών εισοδημάτων, όπως αυτά έχουν προκύψει για το οικονομικό έτος 2008 από τους οικείους τίτλους και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας τού εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1317, 1318/1979, Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984, επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986), η εν λόγω εισφορά δεν έχει ως αντικείμενο τα πιο πάνω εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής φορολόγησής τους κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Απλώς, τα εισοδήματα αυτά, εν όψει και του ότι, όταν ανέκυψε η έκτακτη, λόγω της κρίσεως, δημοσιονομική ανάγκη, και επιβλήθηκε η επίμαχη εισφορά με τον δημοσιευθέντα στο ΦΕΚ Α΄ 68/5.5.2009 ως άνω νόμο, δεν είχε καν ολοκληρωθεί η υποβολή των σχετικών δηλώσεων, για το οικονομικό έτος 2009, θεωρήθηκαν – ευλόγως - από το νομοθέτη ως τα πλέον πρόσφατα ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της αυξημένης φοροδοτικής ικανότητας στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, έτσι ώστε και το ποσό που θα συγκεντρωνόταν να μπορεί να προϋπολογισθεί, και να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι κατά τεκμήριο πλουσιότεροι πολίτες. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, το εν λόγω κριτήριο δεν παρίσταται απρόσφορο ούτε αντίθετο με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας και δεν αντίκειται, συνεπώς, στο Σύνταγμα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Κ. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Β. Αραβαντινός, Θ Αραβάνης, Δ, Μακρής, Μ. Πικραμένος και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, καθώς και η Πάρεδρος Β. Κίντζιου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Με τις παρατεθείσες ανωτέρω (σκέψη 10) διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, αφ’ ενός μεν ορίζονται περιοριστικά τα στοιχεία που μπορούν ν’ αποτελέσουν τη βάση φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), αφ’ ετέρου δε απαγορεύεται απολύτως η αναδρομική φορολόγηση πέραν του «οικονομικού έτους» του προηγουμένου της επιβολής του φόρου. Χωρίς, σημειωτέον, από την απαγόρευση αυτή να χωρούν παρεκκλίσεις κατ’ επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. γνώμη πλειοψηφίας στη σκέψη 7 της ανωτέρω 693/2011 παραπεμπτικής απόφασης του Β΄ Τμήματος). Εξ άλλου, κατά την έννοια της αυτής συνταγματικής διατάξεως, ως «οικονομικό έτος» πέραν του οποίου δεν μπορεί να ανατρέξει η φορολογική ρύθμιση, θεωρείται το ημερολογιακό έτος που προηγείται εκείνου κατά το οποίο δημοσιεύεται ο σχετικός νόμος. (Βλ. ΣτΕ, Ολομ., 1865/1985 και έκτοτε παγίως: Μεταξύ άλλων, 209, 2983/1986, 1022, 5387/1987, 299/1988, 3192/1989, 1758/1992, 2818/1994, 650/1995, επταμ., 3205/1996, επταμ, 2860/2003, 1912/2009, Ολομ. Βλ. επίσης την ανωτ. 693/2011). Κατόπιν αυτών, η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 18 του ν. 3758/2009, ορίζοντας ευθέως ότι η προβλεπόμενη με αυτήν έκτακτη εισφορά «επιβάλλεται στο εισόδημα των φυσικών προσώπων» (και των σχολαζουσών κληρονομιών) και ότι για τον υπολογισμό της «λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα […] των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2008», δηλαδή,όπως σαφώς προκύπτει από την εν λόγω διατύπωση αλλά και το σκοπό του νόμου, το εισόδημα του ημερολογιακού έτους 2007, επιβάλλει αναδρομικώς φόρο επί εισοδημάτων που έχουν προκύψει σε χρόνο προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσιεύσεώς της έτους και είναι γι αυτό ανίσχυρη ως παραβιάζουσα το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο ουδόλως μεταβάλλεται αν το εν λόγω εισόδημα του 2007, αντί να χαρακτηρισθεί αντικείμενο (όπως πράγματι είναι) της επίδικης εισφοράς, θεωρηθεί, κατά τ’ ανωτέρω, ως «κριτήριο» για την επιβάρυνση με αυτήν των οικονομικώς ευρωστοτέρων. Γιατί, το Σύνταγμα, καθορίζοντας, κατά τα προεκτεθέντα, περιοριστικά, στην παράγραφο 1 του άρθρου 78, τα στοιχεία που μπορεί να στηρίξουν την επιβολή φόρου, μεταξύ των οποίων και το εισόδημα, αποβλέπει στα στοιχεία αυτά ακριβώς ως κριτήρια διαγνώσεως φοροδοτικής ικανότητας (κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ.) απαγορεύοντας όμως, απολύτως, κατά την παράγραφο 2, την αναδρομική, πέραν του έτους, χρησιμοποίησή τους. 12. Επειδή, στο άρθρο 79 (παρ. 1 - 4) του Συντάγματος ρυθμίζονται τα της ψηφίσεως του ετήσιου, «για το επόμενο έτος», κρατικού προϋπολογισμού, και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να αναγράφονται σ’ αυτόν όλα τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους και ότι αν για οποιονδήποτε λόγο είναι ανέφικτη η διοίκηση των εσόδων και εξόδων βάσει του προϋπολογισμού, αυτή ενεργείται με βάση ειδικό κάθε φορά νόμο. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούν στην καλή δημοσιονομική διαχείριση (ΣτΕ, Ολ. 3668/2006 κ.ά.), δεν εμποδίζεται ο κοινός νομοθέτης, όταν παρίσταται ανάγκη, να επιβάλλει κατά τη διάρκεια του έτους και νέα (μη προϋπολογισθέντα) δημόσια βάρη, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από την προμνημονευθείσα συνταγματική διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις περί επιβολής της επίδικης έκτακτης εισφοράς δεν είναι αντισυνταγματικές εκ μόνου του ότι δεν υπήρχε, κατά την ψήφισητου νόμου, σχετική εγγραφή στον οικείο τακτικό προϋπολογισμό, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος, εν όψει της γνώμης την οποία υποστήριξε στο προηγούμενο ζήτημα (ότι, δηλαδή, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος η επιβολή της επίμαχης έκτακτης εισφοράς επί εισοδημάτων του ημερολογιακού έτους 2007), διετύπωσε την άποψη ότι, ακριβώς συνεπεία της αντιθέσεως αυτής προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, η επιβολή της εν λόγω μη προϋπολογισθείσης έκτακτης εισφοράς, σύμφωνα με την ως άνω δοθείσα ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 79 του Συντάγματος, αντίκειται και στις διατάξεις του άρθρου αυτού. 13. Επειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία θεσπίζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου, δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Παρέχεται δε ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα. (ΣτΕ 4354/1985, 1135/1991, επταμ., 3423/1991, 444/1995, επταμ., 2974/2001, επταμ. 3485/2007 κ.ά.). 14. Επειδή, η επίδικη έκτακτη εισφορά επεβλήθη, κατά τ’ ανωτέρω (σκέψη 10), με το ν. 3758/2009 (Α΄68/5.5.2009), σε υψηλά ετήσια εισοδήματα (60.000 ευρώ και άνω) φυσικών προσώπων και σχολαζουσών κληρονομιών, όχι δε και σε εισοδήματα νομικών προσώπων. Και τα τελευταία όμως αυτά, στο πλαίσιο της ίδιας οικονομικής συγκυρίας, υπήχθησαν σε αντίστοιχες έκτακτες εισφορές, αφ’ ενός μεν με το άρθρο 2 του ν. 3808/2009 («Έκτακτη οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης, έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και άλλες διατάξεις», Α΄227/10.12.2009), αφ’ ετέρου δε με το άρθρο πέμπτο («έκτακτη εισφορά στα κέρδη των νομικών προσώπων») του ν. 3845/2010 («Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», Α΄ 65/6.5.2010). Υπό τα δεδομένα αυτά, η μη υπαγωγή στην επίδικη εισφορά των εισοδημάτων των νομικών προσώπων δεν υπερβαίνει, πάντως, τα όρια της κατά την προηγούμενη σκέψη ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο και χρόνο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ανεξάρτητα από τη λυσιτέλειά τους για τον αιτούντα, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα ως αβάσιμα. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ι. Γράβαρη και Β. Αραβαντινού, και της Παρέδρου Β. Κίντζιου, ο λόγος που υπαγόρευσε την εξαίρεση των νομικών προσώπων από την επιβολή της επίδικης «έκτακτης εφάπαξ» εισφοράς του ν. 3758/2009 ούτε από τη φύση του πράγματος προκύπτει ούτε αναδεικνύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως της σχετικής διατάξεως, η οποία, σημειωτέον, εισήχθη ως τροπολογία-προσθήκη σε σχέδιο νόμου με άλλο αντικείμενο. Κατά τις σχετικές μάλιστα συζητήσεις στο Κοινοβούλιο προβλήθηκαν συγκεκριμένες αντιρρήσεις για την εξαίρεση των νομικών προσώπων, οι οποίες έμειναν αναπάντητες (βλ. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση Ολομέλειας ΡΙΒ΄/ 30.3.2009, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση της κρίσιμης διάταξης, η οποία περιορίζεται να αναφέρει ότι «η επιβολή της έκτακτης οικονομικής εισφοράς κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης», και ότι «με τον τρόπο αυτό, όσοι έχουν υψηλότερα εισοδήματα συνεισφέρουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης»). Αλλ’ ούτε και από τους μεταγενέστερους ως άνω νόμους μπορεί να δικαιολογηθεί η κρίσιμη εξαίρεση. Γιατί, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω νόμων, οι επίσης «έκτακτες εφάπαξ» εισφορές που επεβλήθησαν με αυτούς, σε εισοδήματα οικονομικών ετών μεταγενέστερων του ενδίκου (2009 και 2010), άσχετα αν υπαγορεύθηκαν από συνέπειες της ίδιας, συνεχιζόμενης, οικονομικής κρίσης, είχαν σκοπό να καλύψουν ανάγκες που ανέκυψαν ή που, εν πάση περιπτώσει, διαγνώσθηκαν και εκτιμήθηκαν το πρώτον μετά το ν. 3758. Ως εκ τούτου δε, οι νεότεροι αυτοί νόμοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν σύστημα ρυθμίσεων με το ν. 3758, ώστε η φορολόγηση με αυτούς των νομικών προσώπων να «εξηγεί» την αρχική τους εξαίρεση. (Εξ άλλου, «έκτακτη εφάπαξ εισφορά» επεβλήθη εκ νέου και στα φυσικά πρόσωπα με το άρθρο 5 του ν. 3833/2010, Α΄40/15.3.2010). Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η επιβολή της επίδικης εισφοράς σε μόνα τα φυσικά πρόσωπα (και τις σχολάζουσες κληρονομιές), κατά παράλειψη των νομικών προσώπων, αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου και καθιστά και εκ του λόγου τούτου ανίσχυρη τη σχετική ρύθμιση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Χωρίς, άλλωστε, η προβολή του σχετικού λόγου να είναι αλυσιτελής για τον αιτούντα, αφού συνέπεια της ανωτέρω αντισυνταγματικότητας θα ήταν η επανεξέταση από το νομοθέτη του ζητήματος των υποκειμένων της επίδικης εισφοράς με ενδεχόμενη επιβολή της (και) σε νομικά πρόσωπα και συνακόλουθη ελάφρυνση των φυσικών προσώπων.  15. Επειδή, στο πλαίσιο της ως άνω, κατ’ άρθρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ευρείας ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίζει φορολογικές ρυθμίσεις σε συνάρτηση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων, είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς ανεκτό το προβλεπόμενο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3758/2009 σύστημα καθορισμού του ύψους της επίδικης έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, με το ποσό της εισφοράς να αυξάνει κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο κλιμάκιο. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στα όρια των προβλεπόμενων κλιμακίων έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται μετά τη φορολογία μεγαλύτερου εισοδήματος, διαθέσιμο ποσόν μικρότερο του καταλειπομένου μετά τη φορολόγηση μικρότερου εισοδήματος και ότι, ως εκ τούτου, επέρχεται «ανισότητα της δημοσιονομικής θυσίας». Ο λόγος όμως αυτός είναι, πάντως, απορριπτέος, καθώς δεν προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα ότι η φορολόγηση εν προκειμένω του ένδικου εισοδήματός του συνιστά τέτοια περίπτωση (Πρβλ. ΣτΕ 437/1995, επταμ.). Εξ άλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός περί άνισης φορολόγησης του εισοδήματός του εντός του οικείου κλιμακίου, λόγω φθίνουσας προοδευτικότητας του φόρου, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, συνιστάμενος στο μερικότερο τούτο ζήτημα της επίδικης περιπτώσεως, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα που αυτός κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Τμήματος.  16. Επειδή, όπως προελέχθη, (σκέψη 10), σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 περ. β και γ του ν. 3758/2009, αντικείμενο της επίδικης εισφοράς αποτελεί το «συνολικό καθαρό εισόδημα» των δηλώσεων οικονομικού έτους 2008, «φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο», εξαιρέσει των εισοδημάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. (Πρόκειται, αντιστοίχως, για την αυτοτελή φορολόγηση αποζημιώσεων στο πλαίσιο μισθωτών υπηρεσιών και την απαλλαγή ορισμένων εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών). Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, στην επίδικη εισφορά, πλην των συγκεκριμένων ως άνω εξαιρέσεων, υπόκειται κάθε έσοδο που εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, άρα και οι «αυτοτελώς φορολογούμενες ειδικές περιπτώσεις» των άρθρων 11 κ.επ. αυτού. Συνεπώς, ισχυρισμός που είχε προβάλει ο αιτών με την προσφυγή του ότι δεν έπρεπε να υπαχθεί στην εισφορά «ποσό 55.720,13 ευρώ που αφορά αυτοτελώς φορολ. ποσά», χωρίς να διευκρινίζει ειδικότερα τη φύση των εν λόγω ποσών, δεν ήταν ουσιώδης και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα δεν ελήφθη υπ’ όψη από το διοικητικό εφετείο, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ομοίως, παράπονα της κρινόμενης αίτησης σχετικά με τον ενιαίο τρόπο εμφανίσεως στις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, αφ’ ενός μεν των αυτοτελώς φορολογουμένων εσόδων των υπαγομένων στην εισφορά, αφ’ ετέρου δε των κατά τ’ ανωτέρω εξαιρουμένων από αυτήν, έτσι ώστε τα τελευταία να μη διακρίνονται και να υπόκεινται, ως μη έδει, σε εισφορά, προβάλλονται άνευεννόμου συμφέροντος, καθώς ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ούτε προκύπτει ότι στα ένδικα εισοδήματά του περιλαμβάνονται και τέτοια εξαιρούμενα της εισφοράς έσοδα. Εξ άλλου, το ότι τα υποκείμενα στην εισφορά ως άνω αυτοτελώς φορολογούμενα έσοδα δηλώνονταν, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, προαιρετικώς στις αντίστοιχες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δεν άγει, από πλευράς επιβολής της επίδικης εισφοράς, σε άνιση ευνοϊκή μεταχείριση όσων δεν προέβησαν σεσχετική δήλωση, αφού και στους τελευταίους, πάντως, «βεβαιώνεται οίκοθεν» η εισφορά κατόπιν ελέγχου (παρ. 3 περ. α, β και δ ανωτ. άρθρου 18 ν. 3758). Συνεπώς, και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.  17. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), δεν επιβάλλεται η κατά τις διατάξεις αυτές προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων. (Παγία η νομολογία, βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 1505/2010, 4254/2009, 2968/2007). Τέτοια είναι, κατ’ αρχήν, και η περίπτωση της επίδικης εισφοράς, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται βάσει των δεδομένων των οικείων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος. Ορθώς, επομένως, απερρίφθη εν προκειμένω από το διοικητικό εφετείο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατά τον οποίο πριν από την έκδοση του επίδικου εκκαθαριστικού σημειώματος έπρεπε σε κάθε περίπτωση να κληθεί σε ακρόαση κατά τις ανωτέρω διατάξεις, αντιστοίχως δε απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος ήδη περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως. Κατά το μέρος, άλλωστε, που με το λόγο αυτό προβάλλεται ότι η υποχρέωση προηγουμένης ακροάσεως επιβαλλόταν ειδικότερα από την, κατά τον αιτούντα, ανάγκη να διευκρινισθεί ποιά από τα δηλωθέντα ως αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα ήσαν από εκείνα που απαλλάσσονται από την επίδικη εισφορά (βλ. προηγούμενη σκέψη), ο λόγος είναι, πάντως, απορριπτέος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε δηλώσει εν προκειμένω τέτοια απαλλασσόμενα της εισφοράς εισοδήματα.  18. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση, όπως και οι πιο πάνω παρεμβάσεις, πρέπει ν’ απορριφθούν στο σύνολό τους.
Δ ι ά  τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Απορρίπτει τις παρεμβάσεις των … και … … . Επιβάλλει συμμέτρως στον αιτούντα και τους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2013.

    Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                            Η Γραμματέας



      Φ. Αρναούτογλου                                   Μ. Παπασαράντη







 

Ανάληψη πρωτοβουλίας από τη Google για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας


 
    Την πρόθεσή της να συμβάλει τα μέγιστα στην προσπάθεια εξάλειψης των φαινομένων παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο ανακοίνωσε η Google. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, ο διαδικτυακός κολοσσός, διαπιστώνοντας την έκταση και τις διαστάσεις που έχει λάβει το πρόβλημα, προτίθεται να δημιουργήσει μια βάση δεδομένων που θα περιέχει φωτογραφικό υλικό παιδικής προνογραφίας, με στόχο να προωθήσει τη συνεργασία και με άλλες τεχνολογικές εταιρείες προς εξάλειψή των σχετικών φωτογραφιών απ’ τον παγκόσμιο ιστό αλλά και να βοηθήσει τις αστυνομικές δυνάμεις να διεξάγουν αποτελεσματικότερα τις έρευνές τους. Με το εν λόγω σύστημα αναμένεται να επιτευχθεί αυτοματοποιημένη αναγνώριση, αναφορά και απομάκρυνση κάθε αντιγράφου των επίμαχων φωτογραφιών που θα εντοπίζεται στο διαδίκτυο.
   Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια η διακίνηση σχετικού πορνογραφικού υλικού μέσω του διαδικτύου έχει πολλαπλασιαστεί με άκρως ανησυχητικούς ρυθμούς. Ειδικότερα, στην αναφορά του Εθνικού Κέντρου Αγνοούμενων και Κακοποιημένων Παιδιών των ΗΠΑ σημειώνεται ότι έχουν λάβει 17.3 εκατομμύρια βίντεο και φωτογραφίες καταγγελίας παιδικής εκμετάλλευσης, αριθμό τετραπλάσιο από τον αντίστοιχο του 2007.


    Πηγή : lawnet.gr

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Άρθρο 388 ΑΚ και μείωση μισθώματος εμπορικής μίσθωσης

Με αφορμή την πρόσφατη νομολογία για την αναπροσαρμογή του μισθώματος σε εμπορικές μισθώσεις με επίκληση του άρθρου 388 ΑΚ, θα κάνουμε μια μικρή αναφορά στην προβληματική του θέματος που ανέκαθεν μεν προβλεπόταν, παρουσίασε δε άνθιση κατά την περίοδο της κρίσης .
Η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ ορίζει ότι «Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και  των συναλλακτικών  ηθών, τα  μέρη  στήριξαν  τη  σύναψη  αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν  ύστερα, από  λόγους που  ήταν  έκτακτοι και δεν μπορούσαν να  προβλεφθούν, και από  τη  μεταβολή  αυτή  η  παροχή  του οφειλέτη, ενόψει   και της αντιπαροχής, έγινε  υπέρμετρα  επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση  του  οφειλέτη  να  την αναγάγει  στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Το δε άρθρο 7 παρ. 4 του ΠΔ 34/1995 ορίζει ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 ΑΚ». Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά κατά την έννοια της άνω διάταξης είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας (ΑΠ 1171/200 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 7313/2006, ΕλΜνη 2006. 295, ΕφΑΘ 3627/1997, ΑρχΝ 1998. 602, Χαραλ. Παπαδάκη, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, τομ. 1ος, έκδ.3η, αρ. 2560 – 2577, ΜΠρΣπ 10/2013).

Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίζει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται (ΟλΑΠ 9/1997 ΝοΒ 1998. 38). Έτσι, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, ακόμα και στην περίπτωση που συμφωνήθηκε ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος. Η αναπροσαρμογή δεν γίνεται στο ύψος του «ελεύθερου» μισθώματος, αλλά στο επίπεδο εκείνο με το οποίο αίρεται η δυσαναλογία σε όση έκταση και όποιο μέτρο, επιβάλλουν οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς τυπικό μαθηματικό υπολογισμό. Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διάφορους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού κάθε φορά η κρίση εξαρτάται από συγκεκριμένες συντρέχουσες συνθήκες.

Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικό, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης της μίσθωσης, μεταβαλλόμενης αυτής ως προς το ύψος του μισθώματος από την άσκηση της αγωγής.
Το δικαστήριο οφείλει πρώτα να ερμηνεύσει αν μεταξύ του οφειλόμενου, κατά το σύστημα της αντικειμενικής ή συμβατικής αναπροσαρμογής, μισθώματος και εκείνου του «ελεύθερου» υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου (οφειλόμενου) και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 1487/2005 ΕλΔνη 2006. 170 = ΝοΒ 2006. 394).

Με τις ανωτέρω διατάξεις δίνεται η δυνατότητα στους οφειλέτες – συμβαλλόμενους που διαπιστώνουν ότι λόγω των έκτακτων και απρόβλεπτων  οικονομικών συνθηκών δεν δύνανται να ανταπεξέλθουν στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών τους,  ούτε όμως και επιθυμούν τη λύση της σύμβασης, να προσφύγουν στα αστικά Δικαστήρια προκειμένου να επιτύχουν μείωση του οφειλόμενου τιμήματος. Θα πρέπει όμως να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο δικόγραφο , το οποίο θα πρέπει αναφέρει κατά τρόπο συγκεκριμένο τους παράγοντες που οδήγησαν στην οικονομική αποδυνάμωση του αιτούντος – ενάγοντος , για παράδειγμα τη σημαντική μείωση του τιμαρίθμου κα του ατομικού εισοδήματος, τη μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, τη ζημία του μισθωτή και τέλος τη μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων.
  Ενδεικτική νομολογία :
 10/2013 και 12/2013 ΜΠρΣπαρτ, 11/2013 ΜΠρΣυρ, MΠΡΑΘ 432/2012,  ΜΠΡΑΘ 944/2011, ΑΠ 850/2010

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Πλήρες κείμενο απόφασης Ολομέλειας ΣτΕ 1840/2013 σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της αυτοτελούς φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής


Αριθμός 1840/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Χρ. Σιταρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:
του ..................., κατοίκου ........................., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο .................... (Α.Μ. ...............), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: α) ................., Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β)..................., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1324/2012 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Α.-Γ. Βώρο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3013233-5/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 284/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 467/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη προσφυγή του ιδίου κατά της 5566/31.3.2004 πράξεως του Προϊσταμένου της Γ’ ΔΟΥ Λάρισας περί απορρίψεως αιτήματός του για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, φόρου εισοδήματος ποσού 6.243,62 ευρώ, αντιστοιχούντος σε επίδομα αλλοδαπής που είχε λάβει το έτος 2002.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1324/2012 απόφαση του B' Τμήματος αυτού υπό επταμελή σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή το Τμήμα ήχθη σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (εφεξής: Κ.Φ.Ε.), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 2459/1997, κατά το μέρος που προβλέπει αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% του χορηγούμενου κατά το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή.
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος… 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…», κατά δε το άρθρο 4 του Συντάγματος «1. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι «1. Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51…», στο άρθρο 45 ότι «1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους… 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) … β) Η αποζημίωση που παρέχεται με τη μορφή εξόδων κίνησης, καθώς και η ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας, η οποία καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών» και στο άρθρο 47 ότι «1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες… 3. Ειδικά για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην αλλοδαπή του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών …, ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες του άρθρου αυτού λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό...». Ο ν. 2459/1997 (Α' 17), με το μεν άρθρο 12 παρ. 10 αντικατέστησε την τελευταία αυτή παράγραφο, προσθέτοντας ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και επαναλαμβάνοντάς την κατά τα λοιπά, αφ’ ετέρου δε, με το άρθρο 10 παρ. 10, πρόσθεσε στο άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε., ως παράγραφο 4, την εξής ρύθμιση: «Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%)...». Περαιτέρω, με τα άρθρα 5 παρ. 20 του ν. 2753/1999 (Α' 249), αρχικά, και 11 παρ. 24 του ν. 2954/2001 (Α' 255), στην συνέχεια, αντικαταστάθηκε η προαναφερθείσα περ. β του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. και, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαμορφώθηκε ως εξής: «β) Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου...», ενώ, μετά τον κρίσιμο χρόνο, με το μεν άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3790/2009 (Α' 143) ορίσθηκε ότι «Τα ποσά της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος», και, στη συνέχεια, με τα άρθρα 4 παρ. 4 και 5 παρ. 7 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καταργήθηκαν τόσο η αμέσως προηγούμενη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3790/2009, όσο και εκείνη του άρθρου 14 παράγραφος 4 του Κ.Φ.Ε. Αφ’ ετέρου, στο άρθρο 135 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 (Α' 62), ορίζεται ότι «1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις . . . 4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επίδομα καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, λαμβανομένων υπόψη των πινάκων των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κόστος ζωής στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Για τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθορισθεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Η ως άνω υπουργική απόφαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ. 6. Το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή αναπροσαρμόζεται, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής είτε της ισοτιμίας του συναλλάγματος προς το τοπικό νόμισμα ή το ευρώ είτε της αγοραστικής αξίας τούτων, με βάση επίσημα στοιχεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από το Γενικό Διευθυντή Διοικητικού ως πρόεδρο, ένα Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων και το Διευθυντή στον οποίο υπάγεται η Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, καθορίζεται το ποσοστό της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο αναπροσαρμογής του επιδόματος. ... Η Επιτροπή συνέρχεται, υποχρεωτικώς ετησίως, για εξέταση των υποβαλλόμενων από τις Πρεσβείες αιτήσεων αναπροσαρμογής του επιδόματος για τη χώρα αρμοδιότητάς τους». Εξ άλλου, ο ν. 2685/1999 «Κάλυψη δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας...» (Α' 35) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι μετακινούμενοι εκτός έδρας, με οποιαδήποτε ιδιότητα, με εντολή του Δημοσίου ... στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, για εκτέλεση υπηρεσίας, με ειδική αποστολή ... καθώς και οι τοποθετούμενοι, μετατιθέμενοι και αποσπώμενοι...» και στο άρθρο 17 ότι «1. Στα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος πρόσωπα που μεταβαίνουν με εντολή του Δημοσίου ... για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για εκπαίδευση στο εξωτερικό, μέχρι τριάντα (30) ημέρες, καταβάλλονται έξοδα μετακίνησης, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα διανυκτέρευσης. 2. Για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών καταβάλλεται στους ανωτέρω επίδομα αλλοδαπής, σε ποσοστό επί του επιδόματος αλλοδαπής του Έλληνα πρέσβη της χώρας όπου υπηρετούν, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών για τους πολιτικούς υπαλλήλους... Το ανωτέρω επίδομα ... καταβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών...».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε., κάθε παροχή καταβαλλομένη στο μισθωτό με οποιαδήποτε ονομασία, όπως επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα, η οποία κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός. Εξ άλλου, η απαρίθμηση στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. περιπτώσεων παροχών, οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται να κριθεί από τη φορολογική αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (βλ. και ΣτΕ 670/2012, 3150/1999 επταμ., 2972/2011 κ.ά.) ούτε κωλύεται ο νομοθέτης να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου Κων. Μενουδάκου και των Συμβούλων Ιω. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Φ. Ντζίμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κων. Κουσούλη και Κων. Πισπιρίγκου, όταν ο νομοθέτης προβλέπει τη χορήγηση ενός επιδόματος σε μισθωτό για την αντιμετώπιση δαπανών για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της χωρίς να συνδέει τη χορήγησή του με την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τις δαπάνες στις οποίες πράγματι ο μισθωτός υποβάλλεται, δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα η με τυπικό νόμο υπαγωγή του επιδόματος αυτού σε φορολογία εισοδήματος με εύλογο συντελεστή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το εναπομένον μετά τη φορολόγηση αυτή ποσό επιδόματος δεν παρίσταται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ανεπαρκές για την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες χορηγείται.
6. Επειδή, ενόψει της φύσεως και του σκοπού, για τον οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 135 παρ. 4 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών το προαναφερθέν επίδομα αλλοδαπής, το οποίο ελάμβαναν, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2685/1999, μεταξύ άλλων, και οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. (βλ. και την εισηγητική έκθεση επί του προαναφερθέντος άρθρου 8 του ν. 3790/2009). Το  χαρακτήρα δε αυτό του εν λόγω επιδόματος δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια δαπανών διότι οι σχετικές δαπάνες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία, την οποία ο υπάλληλος  προσφέρει ευρισκόμενος στην αλλοδαπή, και με το κόστος ζωής στη χώρα, στην οποία υπηρετεί, για το λόγο δε, άλλωστε, αυτό το ύψος του επιδόματος καθορίζεται για κάθε χώρα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 135 παρ. 5 και 6 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, με κριτήριο το υφιστάμενο κόστος ζωής. Επομένως, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν, το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. Αν και, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, που διατυπώθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το επίδικο επίδομα επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα υπήχθη με την ως άνω διάταξη σε αυτοτελή φορολόγηση με τον ευνοϊκό συντελεστή 15%  και με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως για το συνολικό ποσό αυτού, αντί της συναθροίσεώς του,  με τα λοιπά φορολογητέα εισοδήματα του μισθωτού, που θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση του εν λόγω επιδόματος.
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα εξής: «... ο [αναιρεσείων] αστυνομικός, που ... από 1.1 έως 31.12.2002 υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Τυφλίδα Γεωργίας, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στη Γ' ΔΟΥ Λάρισας δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380,33 ευρώ ... [το οποίο] αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, που έλαβε λόγω της παραμονής του στη Γεωργία για εκτέλεση υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% σύμφωνα με το ν. 2459/1997 και ... παρακρατήθηκε φόρος 6.243,62 ευρώ... Στη συνέχεια ο [αναιρεσείων] με αίτησή του προς την ως άνω ΔΟΥ ζήτησε να του επιστραφεί το παραπάνω ποσό φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για το λόγο ότι το [προαναφερθέν] επίδομα δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υποκείμενο σε φόρο με συντελεστή 15%. Η αίτηση ... απορρίφθηκε με την [επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής]...». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το ως άνω επίδομα, ενόψει των παρατεθεισών στην σκέψη 4 διατάξεων, αποτελούσε εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπέκειτο σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Η κρίση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι νόμιμη και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως βασίμως προβάλλεται και η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Λάρισας για νέα κρίση. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως και στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα  (1380) ευρώ για την παράσταση σε τρεις συζητήσεις της υποθέσεως ενώπιον του Β΄ Τμήματος και της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου του ίδιου έτους.
  Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας



Κ. Μενουδάκος                                                       Μ. Παπασαράντη