Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα Διοικητικού Δικαίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα Διοικητικού Δικαίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Πλήρες κείμενο απόφασης Ολομέλειας ΣτΕ 1840/2013 σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της αυτοτελούς φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής


Αριθμός 1840/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Χρ. Σιταρά μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:
του ..................., κατοίκου ........................., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημήτριο .................... (Α.Μ. ...............), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: α) ................., Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β)..................., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1324/2012 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή Σύμβουλο Α.-Γ. Βώρο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3013233-5/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 284/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 467/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη προσφυγή του ιδίου κατά της 5566/31.3.2004 πράξεως του Προϊσταμένου της Γ’ ΔΟΥ Λάρισας περί απορρίψεως αιτήματός του για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, φόρου εισοδήματος ποσού 6.243,62 ευρώ, αντιστοιχούντος σε επίδομα αλλοδαπής που είχε λάβει το έτος 2002.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1324/2012 απόφαση του B' Τμήματος αυτού υπό επταμελή σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή το Τμήμα ήχθη σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (εφεξής: Κ.Φ.Ε.), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 2459/1997, κατά το μέρος που προβλέπει αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% του χορηγούμενου κατά το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή.
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος… 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…», κατά δε το άρθρο 4 του Συντάγματος «1. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι «1. Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51…», στο άρθρο 45 ότι «1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους… 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) … β) Η αποζημίωση που παρέχεται με τη μορφή εξόδων κίνησης, καθώς και η ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας, η οποία καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών» και στο άρθρο 47 ότι «1. Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες… 3. Ειδικά για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην αλλοδαπή του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών …, ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες του άρθρου αυτού λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό...». Ο ν. 2459/1997 (Α' 17), με το μεν άρθρο 12 παρ. 10 αντικατέστησε την τελευταία αυτή παράγραφο, προσθέτοντας ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και επαναλαμβάνοντάς την κατά τα λοιπά, αφ’ ετέρου δε, με το άρθρο 10 παρ. 10, πρόσθεσε στο άρθρο 14 του Κ.Φ.Ε., ως παράγραφο 4, την εξής ρύθμιση: «Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%)...». Περαιτέρω, με τα άρθρα 5 παρ. 20 του ν. 2753/1999 (Α' 249), αρχικά, και 11 παρ. 24 του ν. 2954/2001 (Α' 255), στην συνέχεια, αντικαταστάθηκε η προαναφερθείσα περ. β του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. και, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαμορφώθηκε ως εξής: «β) Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου...», ενώ, μετά τον κρίσιμο χρόνο, με το μεν άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3790/2009 (Α' 143) ορίσθηκε ότι «Τα ποσά της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος», και, στη συνέχεια, με τα άρθρα 4 παρ. 4 και 5 παρ. 7 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καταργήθηκαν τόσο η αμέσως προηγούμενη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3790/2009, όσο και εκείνη του άρθρου 14 παράγραφος 4 του Κ.Φ.Ε. Αφ’ ετέρου, στο άρθρο 135 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 (Α' 62), ορίζεται ότι «1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις . . . 4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επίδομα καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, λαμβανομένων υπόψη των πινάκων των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κόστος ζωής στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Για τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθορισθεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Η ως άνω υπουργική απόφαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ. 6. Το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή αναπροσαρμόζεται, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής είτε της ισοτιμίας του συναλλάγματος προς το τοπικό νόμισμα ή το ευρώ είτε της αγοραστικής αξίας τούτων, με βάση επίσημα στοιχεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από το Γενικό Διευθυντή Διοικητικού ως πρόεδρο, ένα Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων και το Διευθυντή στον οποίο υπάγεται η Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, καθορίζεται το ποσοστό της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο αναπροσαρμογής του επιδόματος. ... Η Επιτροπή συνέρχεται, υποχρεωτικώς ετησίως, για εξέταση των υποβαλλόμενων από τις Πρεσβείες αιτήσεων αναπροσαρμογής του επιδόματος για τη χώρα αρμοδιότητάς τους». Εξ άλλου, ο ν. 2685/1999 «Κάλυψη δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας...» (Α' 35) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι μετακινούμενοι εκτός έδρας, με οποιαδήποτε ιδιότητα, με εντολή του Δημοσίου ... στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, για εκτέλεση υπηρεσίας, με ειδική αποστολή ... καθώς και οι τοποθετούμενοι, μετατιθέμενοι και αποσπώμενοι...» και στο άρθρο 17 ότι «1. Στα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος πρόσωπα που μεταβαίνουν με εντολή του Δημοσίου ... για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για εκπαίδευση στο εξωτερικό, μέχρι τριάντα (30) ημέρες, καταβάλλονται έξοδα μετακίνησης, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα διανυκτέρευσης. 2. Για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών καταβάλλεται στους ανωτέρω επίδομα αλλοδαπής, σε ποσοστό επί του επιδόματος αλλοδαπής του Έλληνα πρέσβη της χώρας όπου υπηρετούν, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών για τους πολιτικούς υπαλλήλους... Το ανωτέρω επίδομα ... καταβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών...».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε., κάθε παροχή καταβαλλομένη στο μισθωτό με οποιαδήποτε ονομασία, όπως επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα, η οποία κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός. Εξ άλλου, η απαρίθμηση στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. περιπτώσεων παροχών, οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται να κριθεί από τη φορολογική αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (βλ. και ΣτΕ 670/2012, 3150/1999 επταμ., 2972/2011 κ.ά.) ούτε κωλύεται ο νομοθέτης να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου Κων. Μενουδάκου και των Συμβούλων Ιω. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Φ. Ντζίμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κων. Κουσούλη και Κων. Πισπιρίγκου, όταν ο νομοθέτης προβλέπει τη χορήγηση ενός επιδόματος σε μισθωτό για την αντιμετώπιση δαπανών για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της χωρίς να συνδέει τη χορήγησή του με την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τις δαπάνες στις οποίες πράγματι ο μισθωτός υποβάλλεται, δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα η με τυπικό νόμο υπαγωγή του επιδόματος αυτού σε φορολογία εισοδήματος με εύλογο συντελεστή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το εναπομένον μετά τη φορολόγηση αυτή ποσό επιδόματος δεν παρίσταται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ανεπαρκές για την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες χορηγείται.
6. Επειδή, ενόψει της φύσεως και του σκοπού, για τον οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 135 παρ. 4 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών το προαναφερθέν επίδομα αλλοδαπής, το οποίο ελάμβαναν, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2685/1999, μεταξύ άλλων, και οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. (βλ. και την εισηγητική έκθεση επί του προαναφερθέντος άρθρου 8 του ν. 3790/2009). Το  χαρακτήρα δε αυτό του εν λόγω επιδόματος δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέχεται ανεξάρτητα από την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια δαπανών διότι οι σχετικές δαπάνες είναι αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία, την οποία ο υπάλληλος  προσφέρει ευρισκόμενος στην αλλοδαπή, και με το κόστος ζωής στη χώρα, στην οποία υπηρετεί, για το λόγο δε, άλλωστε, αυτό το ύψος του επιδόματος καθορίζεται για κάθε χώρα, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 135 παρ. 5 και 6 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, με κριτήριο το υφιστάμενο κόστος ζωής. Επομένως, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν, το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. Αν και, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, που διατυπώθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το επίδικο επίδομα επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα υπήχθη με την ως άνω διάταξη σε αυτοτελή φορολόγηση με τον ευνοϊκό συντελεστή 15%  και με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως για το συνολικό ποσό αυτού, αντί της συναθροίσεώς του,  με τα λοιπά φορολογητέα εισοδήματα του μισθωτού, που θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση του εν λόγω επιδόματος.
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα εξής: «... ο [αναιρεσείων] αστυνομικός, που ... από 1.1 έως 31.12.2002 υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Τυφλίδα Γεωργίας, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στη Γ' ΔΟΥ Λάρισας δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380,33 ευρώ ... [το οποίο] αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, που έλαβε λόγω της παραμονής του στη Γεωργία για εκτέλεση υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% σύμφωνα με το ν. 2459/1997 και ... παρακρατήθηκε φόρος 6.243,62 ευρώ... Στη συνέχεια ο [αναιρεσείων] με αίτησή του προς την ως άνω ΔΟΥ ζήτησε να του επιστραφεί το παραπάνω ποσό φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για το λόγο ότι το [προαναφερθέν] επίδομα δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υποκείμενο σε φόρο με συντελεστή 15%. Η αίτηση ... απορρίφθηκε με την [επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής]...». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το ως άνω επίδομα, ενόψει των παρατεθεισών στην σκέψη 4 διατάξεων, αποτελούσε εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπέκειτο σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Η κρίση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι νόμιμη και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως βασίμως προβάλλεται και η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Λάρισας για νέα κρίση. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη και η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για τη σύνταξη του δικογράφου της αιτήσεως και στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα  (1380) ευρώ για την παράσταση σε τρεις συζητήσεις της υποθέσεως ενώπιον του Β΄ Τμήματος και της Ολομελείας του Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαΐου του ίδιου έτους.
  Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας



Κ. Μενουδάκος                                                       Μ. Παπασαράντη

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΑΕΔ 25/2012 - Το θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για τις οφειλές του Ελληνικού Δημοσίου δεν αντίκειται στα αρθρ. 4§§1,5, 17, 20§1 και 25§1 του Συντάγματος


Με την υπ’ αριθμ. 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραπέμφθηκε στο ΑΕΔ  αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της ρυθμίσεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντίθετων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ)  και του Αρείου Πάγου (ΑΠ).
Ειδικότερα, το ΕΣ με την 2812/2011 απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε ότι η διάταξη του προμνημονευμένου άρθρου, σχετικά με το θεσπιζόμενο ύψος 6% του επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, αντίκειται στα άρθρα 4§1, 20 §1 και 25§1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ισχύει και για τις οφειλές του Δημοσίου το εκάστοτε ισχύον , υψηλότερο του 6% , επιτόκιο υπερημερίας , όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ και το άρθρο 15§5 του Ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αντίθετα ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθμ. 1127/2010 και 1128/2010 αποφάσεις του , είχε κρίνει ότι η προαναφερόμενη διάταξη δεν προσκρούει στα ανωτέρω άρθρα.
Τελικώς το ΑΕΔ εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 25/2012 απόφαση , με την οποία παγίωσε ουσιαστικά τη νομολογία του ως προς τη συνταγματικότητα των προνομίων του Δημοσίου , κρίνοντας ότι δεν αντίκειται αυτή στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος . Υπήρξε ωστόσο μειοψηφούσα γνώμη που έκρινε ότι η προλεχθείσα προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου , αντίκειται στα άρθρα 4§§1,5 και 17 του Συντάγματος .
Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει κατά καιρούς έντονα τα δικαστήρια της χώρας και έχουν εκδοθεί πληθώρα αντιφατικών αποφάσεων , με σημαντικότερη την στάση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που με την μέχρι πρότινος πάγια νομολογία του έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Παρόμοια ήταν και η στάση του ΕΔΔΑ, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Μεϊδάνης και Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος . Το ΣτΕ όμως ήδη με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1620/2011 απόφασή του ήδη είχε στρέψει τη νομολογία του κρίνοντας ότι για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους δεν προκαλείται παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας αλλά και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από την επίμαχη διαφοροποίηση .  Συνεπώς το ΑΕΔ με την υπ’ αριθμ 25/2012 απόφασή του επικύρωσε ουσιαστικά τη στάση των ελληνικών δικαστηρίων απέναντι στην προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου , χρησιμοποιώντας ως αιτιολογία τη σημερινή διανύουσα δημοσιονομική κρίση. 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου καθώς και παραβόλου 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΣτΕ 1619/2012)


Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1619/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 93§3 ΚΔΔ , όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 3900/2010, όπου σύμφωνα με την οποία,  στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές,  ο εκκαλών οφείλει να καταβάλλει το 50% του οφειλόμενου , σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, φόρου , δασμού ή τέλους , για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης , δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος  και 6§1 της ΕΣΔΑ διότι δίνεται η δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 209Α ΚΔΔ, αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο και επιπλέον η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος .
Επίσης, με την ανωτέρω απόφαση, κρίθηκε ότι  η ρύθμιση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ, όπως και αυτό τροποποιήθηκε από τον Ν. 3900/2010 και ισχύει, για την υποχρέωση καταβολής από τον εκκαλούντα παραβόλου στις ανωτέρω διαφορές, ποσοστού 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς , επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως , δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος και στο 6§1 της ΕΣΔΑ , δηλαδή στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, γιατί η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της , ήτοι για την αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων. 

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Χρόνος έναρξης έντοκης επιστροφής του αχρεώστητου φόρου (ΣτΕ 1207/2012, 1501/2012- 7μ- Β' τμ. με παραπομπή στην Ολομέλεια)

        Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 2120/1993 , το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου , από  την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά την ομόφωνη γνώμη του τμήματος Β' του ΣτΕ , η κατά τη διάταξη αυτή έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου , κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη , είναι ασύμβατη , τόσο με τα άρθρα 4§5 και 17 του Συντάγματος όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιοκτησίας . Στην περίπτωση  φόρου που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως  και ύστερα από άσκηση προσφυγής, ακυρώνεται η οικεία καταλογιστική πράξη , κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Τμήματος, λόγω έλλειψης σχετικής ρυθμίσεως σχετικά με το προαναφερθέν ζήτημα της μη συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 3 Ν. 2120/1993 με τις υπερνομοθετικής ισχύος προαναφερθείσες διατάξεις , η ανόρθωση της βλάβης του πολίτη θα πρέπει να γίνει κατ' αρχήν με αγωγή αποζημίωσης του 105 ΕισΝΑΚ, την οποία μπορεί να σωρεύσει ο ενδιαφερόμενος με προσφυγή ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Η μειοψηφία έκρινε ότι οι τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης χωρίς να παρίσταται ανάγκη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Για το λόγο αυτό το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ. 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Συνταγματική η έκτακτη εισφορά του 2009 σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1685/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ


      Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας έκριναν ότι η επίμαχη εισφορά δεν έχει χαρακτήρα αναδρομικής φορολόγησης και συνεπώς, δεν προσκρούει στο άρθρο 78 του Συντάγματος. Όπως μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του μέτρου εφόσον όταν επιβλήθηκε η έκτακτη εισφορά «δεν είχε καν ολοκληρωθεί η υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του οικονομικού έτους 2009 και εύλογα, θεωρήθηκαν από το νομοθέτη ως τα πλέον πρόσφατα ασφαλή στοιχεία διαγνώσεων της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, προκειμένου να επιβληθεί η έκτακτη εισφορά, οι αμέσως προηγούμενες φορολογικές δηλώσεις».
    Επίσης, ο λόγος ότι δεν υπήρχε κατά την ψήφιση του νόμου στη Βουλή σχετική εγγραφή στον οικείο τακτικό προϋπολογισμό δε θεμελιώνει από μόνος του λόγο αντισυνταγματικότητας του μέτρου.
    Τέλος, σημειώνεται ότι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Διακστηρίου έκρινε νόμιμο το γεγονός ότι επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά και στα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα, ενώ δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι παραβιάστηκε το άρθρο 20 του Συντάγματος, με το οποίο προβλέπεται ότι, πριν την επιβολή διοικητικού μέτρου (όπως είναι εν προκειμένω η έκτακτη εισφορά), έπρεπε να κληθεί σε ακρόαση από τον υπεύθυνο της ΔΟΥ.

Πηγή : lawnet.gr

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και χορήγηση πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων στο ΣτΕ και στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια

      Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' στο φύλλο 75/22-3-2013,  το Προεδρικό Διάταγμα 40/2013, σύμφωνα με το οποίο είναι δυνατή η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και η ηλεκτρονική χορήγηση πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια.
     Σύμφωνα με το ως άνω Προεδρικό Διάταγμα,  θα είναι δυνατή η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δικηγόρος ή το μέλος του ΝΣΚ εγγραφεί στο Ενιαίο Πληροφοριακό Σύστημα Δικηγορικών Συλλόγων , επιλέγοντας τα ειδικότερα στοιχεία του δικογράφου . Στη συνέχεια θα λαμβάνει και αποδεικτικό καταθέσεως . Επίσης στο μέλλον θα είναι δυνατή και η ηλεκτρονική καταβολή του υπέρ του Δημοσίου παραβόλου.
          Επίσης περιγράφονται οι αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων  και της Γραμματείας των Δικαστηρίων . Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί επιτυχώς η κατάθεση , το σύστημα θα ενημερώνει αυτόματα τον καταθέτοντα.
          Η ημερομηνία έναρξης των ανωτέρω  καθορίζεται για το ΣτΕ με απόφαση του Προέδρου του, για τα δε τακτικά διοικητικά δικαστήρια με απόφαση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Οι σχετικές αποφάσεις αναρτώνται στους πίνακες ανακοινώσεων των οικείων δικαστικών καταστημάτων.
       
           






Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ. αριθμ. 110/2013 απόφασή του, έκρινε νόμιμη και πληρούσα τους περιβαλλοντικούς όρους τη λειτουργία των μεταλλείων χρυσού στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής

Νόμιμη και σύμφωνη με τους περιβαλλοντικούς όρους η λειτουργία των μεταλλείων χρυσού στην Κασσάνδρα
       Ειδικότερα, το Ε’ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση που είχαν καταθέσει οκτώ τοπικοί Σύλλογοι ζητώντας την αναστολή της υπουργικής απόφασης, με την οποία είχαν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι για τα έργα εγκατάστασης των μεταλλείων χρυσού στην περιοχή. Σύμφωνα με την απόφαση, οι τυχόν περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των μεταλλείων δεν κρίνονται σημαντικές ενώ, όπως σημειώνεται, οι δραστηριότητες των μεταλλείων βρίσκονται εκτός των ζωνών Natura.
      Τέλος, σημειώνεται ότι εφόσον οι προβαλλόμενοι λόγοι κρίθηκαν προδήλως αβάσιμοι και οι σχετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις δε θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως σοβαρές, οι Σύμβουλοι της Επικρατείας αποφάσισαν την απόρριψή της αίτησης αναστολής.
       Πηγή : LawNews από Lawnet.gr

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης

Στις 19 Νοεμβρίου του 2012 δημοσιεύθηκε η υπ' αριθμ. 4467/2012 Τμ. Γ' (Μονομελές) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας , η οποία βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53 ως 58  του νόμου 4055/2012 με τις οποίες θεσμοθετήθηκε , ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης , η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά Ελληνικού Δημοσίου , εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών , κατ' επίκληση των άρθρων 6§1 και 13 της ΕΣΔΑ καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση - πιλότο του ΕΔΔΑ, της 21-12-2010 , Αθανασίου κλπ κατά Ελλάδος , έκρινε ότι η διάρκεια της δίκης, που αφορούσε στην πρόσληψη δικηγόρου σε θέση νομικού συμβούλου ΑΕΙ , υπήρξε εν προκειμένω υπερβολική και επιδίκασε στον αιτούντα εύλογο χρηματικό ποσό ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω παραβίασης του δικαιώματός του για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. (πηγή ΕφΔΔ, τεύχος 6/2012 ).